τετράωτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] αφτιά<br /><b>2.</b> (για αγγεία) αυτός που έχει [[τέσσερεις]] λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>ωτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] αφτιά<br /><b>2.</b> (για αγγεία) αυτός που έχει [[τέσσερεις]] λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οὖς</i>, [[ὠτός]] «[[αφτί]]»), [[πρβλ]]. [[πολύωτος]]].
}}
}}

Revision as of 11:50, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰωτος Medium diacritics: τετράωτος Low diacritics: τετράωτος Capitals: ΤΕΤΡΑΩΤΟΣ
Transliteration A: tetráōtos Transliteration B: tetraōtos Transliteration C: tetraotos Beta Code: tetra/wtos

English (LSJ)

ον, with four ears, Zen.1.54; with four handles, ποτήριον Simarist. ap. Ath.11.483a.

German (Pape)

[Seite 1100] mit vier Ohren od. Handhaben, Ath. XI, 483 a.

Greek (Liddell-Scott)

τετράωτος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα ὦτα, παροιμία «ἐπὶ τοῦ πολλὰ ἰδόντος καὶ πολλὰ ἀκούσαντος» Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 54· ὁ ἔχων τέσσαρας λαβάς, ποτήριον Σιμάριστ. παρ’ Ἀθην. 483Α.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερα αφτιά
2. (για αγγεία) αυτός που έχει τέσσερεις λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. πολύωτος].