ἱππιατρός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippiatros
|Transliteration C=ippiatros
|Beta Code=i(ppiatro/s
|Beta Code=i(ppiatro/s
|Definition=(on the accent v. Hdn. Gr.<span class="bibl">1.229</span>), ὁ, [[veterinary surgeon]], [[farrier]], IG9(2).69.5 (ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>42.35</span> (iii A.D.), <span class="title">Hippiatr.</span>12, etc.; cf. [[ἱπποϊατρός]]:—Adj. ἱππιατρ-ικός, ή, όν, [[of]] or[[for farriery]]: [[ἱππιατρικόν]], [[τό]], [[a work on farriery]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Χείρων]]: <b class="b3">-κά, τά</b>, title of extant compilation: also <b class="b3">-κόν, τό</b>, [[tax on farriers]], PHib.1.45.21 (iii B.C.).
|Definition=(on the accent v. Hdn. Gr.<span class="bibl">1.229</span>), ὁ, [[veterinary surgeon]], [[farrier]], IG9(2).69.5 (ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PGen.</span>42.35</span> (iii A.D.), <span class="title">Hippiatr.</span>12, etc.; cf. [[ἱπποϊατρός]]:—Adj. [[ἱππιατρικός]], ἱππιατρική, ἱππιατρικόν, [[of farriery]] or [[for farriery]]: [[ἱππιατρικόν]], [[τό]], [[a work on farriery]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Χείρων]]: [[ἱππιατρικά]], τά, title of extant compilation: also [[ἱππιατρικόν]], τό, [[tax on farriers]], PHib.1.45.21 (iii B.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 16: Line 16:
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππίατρος]], Α και [[ἱππιατρός]], Μ και ἱπποϊατρός)<br />ο [[ειδικός]] στη [[θεραπεία]] τών ίππων, [[γιατρός]] τών αλόγων.
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππίατρος]], Α και [[ἱππιατρός]], Μ και ἱπποϊατρός)<br />ο [[ειδικός]] στη [[θεραπεία]] τών ίππων, [[γιατρός]] τών αλόγων.
}}
}}
==Translations==
English: [[horse doctor]], [[hippiater]]; Finnish: hippiatri, hevoslääkäri; French: hippiatre; German: [[Pferdearzt]], [[Pferdeärztin]], [[Rossarzt]], [[Rossärztin]]; Volapük: jevodisanan, jevodihisanan, jevodijisanan

Revision as of 19:23, 30 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππιατρός Medium diacritics: ἱππιατρός Low diacritics: ιππιατρός Capitals: ΙΠΠΙΑΤΡΟΣ
Transliteration A: hippiatrós Transliteration B: hippiatros Transliteration C: ippiatros Beta Code: i(ppiatro/s

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn. Gr.1.229), ὁ, veterinary surgeon, farrier, IG9(2).69.5 (ii B.C.), PGen.42.35 (iii A.D.), Hippiatr.12, etc.; cf. ἱπποϊατρός:—Adj. ἱππιατρικός, ἱππιατρική, ἱππιατρικόν, of farriery or for farriery: ἱππιατρικόν, τό, a work on farriery, Suid. s.v. Χείρων: ἱππιατρικά, τά, title of extant compilation: also ἱππιατρικόν, τό, tax on farriers, PHib.1.45.21 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππιᾰτρός: (οὐχὶ ἱππίατρος, Ἀρκάδ. 86. 19), ὁ, ἵππων ἰατρός, συχν. ἐν Ἱππιατρ.· - ἱππιατρικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεραπείαν ἵππων, ἱππ. φάρμακον Δημητρ. Ἱερακοσόφ. σ. 158· - ἱππιατρικόν, τό, σύγγραμμα περὶ θεραπείας ἵππων, Σουΐδ.· ἐν λ. Χείρων· σῴζεται εἰσέτι βιβλίον συγγραφὲν ὑπό τινος μεταγεν. συγγραφέως, φέρον τὴν ἐπιγραφήν: τῶν Ἱππιατρικῶν βιβλία δύο.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱππίατρος, Α και ἱππιατρός, Μ και ἱπποϊατρός)
ο ειδικός στη θεραπεία τών ίππων, γιατρός τών αλόγων.

Translations

English: horse doctor, hippiater; Finnish: hippiatri, hevoslääkäri; French: hippiatre; German: Pferdearzt, Pferdeärztin, Rossarzt, Rossärztin; Volapük: jevodisanan, jevodihisanan, jevodijisanan