ῥυάχετος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ῥῠάχετος
|Full diacritics=ῥῠᾱ́χετος
|Medium diacritics=ῥυάχετος
|Medium diacritics=ῥυάχετος
|Low diacritics=ρυάχετος
|Low diacritics=ρυάχετος

Revision as of 12:17, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠᾱ́χετος Medium diacritics: ῥυάχετος Low diacritics: ρυάχετος Capitals: ΡΥΑΧΕΤΟΣ
Transliteration A: rhyáchetos Transliteration B: rhyachetos Transliteration C: ryachetos Beta Code: r(ua/xetos

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, Lacon. word in Ar.Lys.170, ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥ. the unstable crowd of the Athenians; expld. by Hsch. and Phot. as ὁ ῥέων ὀχετός; cod. Rav. gives ῥυγχάχετος, other codd. and Suid. ῥυχάχετος.

German (Pape)

[Seite 850] ὁ, der wirbelnde Volksstrom, Ἀσαναίων, Ar. Lys. 170; Schol. θόρυβος καὶ συρφετός; v.l. sind ῥυάγχετος, ῥυέχετος, ῥυχάχετος u. ῥυγχάχετος; Hesych. erkl. ῥυάχετος, ὁ ῥέων ὀχετός, welche Erkl. in Phot. bei ῥυέχετος steht; es hängt wohl mit ῥύαξ zusammen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυάχετος: [ᾱ], ὁ, Λακων. λέξ. παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Λυσ. 170, ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος, τὸ ἄστατον καὶ θορυβῶδες πλῆθος τῶν Ἀθηναίων· ὁ Ἡσύχ. καὶ ὁ Φώτ. ἑρμηνεύουσι τὸ ῥυάχετος διὰ τοῦ ὁ ῥέων ὀχετός· ἡ δὲ μαρτυρία αὐτῶν ὡς καὶ ἡ πιθανὴ ἐκ τοῦ ῥύαξ ἐτυμολογία βεβαιοῦσι τὸν τύπον τοῦτον· τὸ Ραβ. Ἀντιγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ῥυάγχετος· ἕτερα Ἀντίγραφα καὶ ὁ Σουΐδ. ἔχουσι ῥυχάχετος· -πρβλ. σύρφαξ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
θορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα -αχ- και επίθημα -ετός (πρβλ. συρφ-ετός)].

Russian (Dvoretsky)

ῥυάχετος: (ᾱ) ὁ лак. бурливая толпа (Ἀσαναίων = Ἀθηναίων Arph.).