συμβολέω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0979.png Seite 979]] wie [[συμβάλλω]], zusammenwerfen, -bringen, auch intrans. begegnen, zusammentreffen, τινί, συμβολεῖ φέρων φέροντι Aesch. Spt. 334.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0979.png Seite 979]] wie [[συμβάλλω]], zusammenwerfen, -bringen, auch intrans. begegnen, zusammentreffen, τινί, συμβολεῖ φέρων φέροντι Aesch. Spt. 334.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> συμβολήσω, <i>ao.</i> συνεβόλησα, <i>pf. inus.</i><br />se rencontrer avec.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβολέω''': ὡς τὸ συμβάλλομαι, συναντῶ, ξυμβολεῖ φέρων φέροντι Αἰσχύλ. Θήβ. 352 (πρβλ. [[σύμβολος]]), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, 85.
|lstext='''συμβολέω''': ὡς τὸ συμβάλλομαι, συναντῶ, ξυμβολεῖ φέρων φέροντι Αἰσχύλ. Θήβ. 352 (πρβλ. [[σύμβολος]]), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, 85.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> συμβολήσω, <i>ao.</i> συνεβόλησα, <i>pf. inus.</i><br />se rencontrer avec.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολέω Medium diacritics: συμβολέω Low diacritics: συμβολέω Capitals: ΣΥΜΒΟΛΕΩ
Transliteration A: symboléō Transliteration B: symboleō Transliteration C: symvoleo Beta Code: sumbole/w

English (LSJ)

= συμβάλλομαι, meet or fall in with, τινι A.Th.352 (lyr., cf. <s

German (Pape)

[Seite 979] wie συμβάλλω, zusammenwerfen, -bringen, auch intrans. begegnen, zusammentreffen, τινί, συμβολεῖ φέρων φέροντι Aesch. Spt. 334.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. συμβολήσω, ao. συνεβόλησα, pf. inus.
se rencontrer avec.
Étymologie: συμβολή.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολέω: ὡς τὸ συμβάλλομαι, συναντῶ, ξυμβολεῖ φέρων φέροντι Αἰσχύλ. Θήβ. 352 (πρβλ. σύμβολος), Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 65, 85.

Greek Monotonic

συμβολέω: συναντώ ή απαντώ τυχαία κάποιον, τινί, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβολέω, Att. ook ξυμβολέω [συμβολή] tegenkomen, ontmoeten, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμβολέω: сталкиваться, натыкаться (τινι Aesch.).

Middle Liddell


to meet or fall in with, τινί Aesch. [from συμβολή