ναυσικλυτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] = Vorigem; Φαίηκες, Od. 7, 39, Φοίνικες, 15, 415; ναυσικλυτάν, Pind. N. 5, 9; sp. D., wie Opp. Hal. 3, 208.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] = Vorigem; Φαίηκες, Od. 7, 39, Φοίνικες, 15, 415; ναυσικλυτάν, Pind. N. 5, 9; sp. D., wie Opp. Hal. 3, 208.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[ναυσικλειτός]].<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ναυσικλῠτός''': -όν, = τῷ προηγ., ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Η. 39· τῶν Φοινίκων, Ο. 415· θηλ. ναυσικλυτάν, Πινδ. Ν. 5. 16.
|lstext='''ναυσικλῠτός''': -όν, = τῷ προηγ., ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Η. 39· τῶν Φοινίκων, Ο. 415· θηλ. ναυσικλυτάν, Πινδ. Ν. 5. 16.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[ναυσικλειτός]].<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κλύω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:56, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσικλῠτός Medium diacritics: ναυσικλυτός Low diacritics: ναυσικλυτός Capitals: ΝΑΥΣΙΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: nausiklytós Transliteration B: nausiklytos Transliteration C: nafsiklytos Beta Code: nausikluto/s

English (LSJ)

όν, = ναυσικλειτός (famed for ships, famous by sea), Φαίηκες, Φοίνικες, Od. 7.39, 15.415 ; fem. ναυσικλυτάν Pi. N. 5.9.

German (Pape)

[Seite 232] = Vorigem; Φαίηκες, Od. 7, 39, Φοίνικες, 15, 415; ναυσικλυτάν, Pind. N. 5, 9; sp. D., wie Opp. Hal. 3, 208.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. ναυσικλειτός.
Étymologie: ναῦς, κλύω.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσικλῠτός: -όν, = τῷ προηγ., ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Η. 39· τῶν Φοινίκων, Ο. 415· θηλ. ναυσικλυτάν, Πινδ. Ν. 5. 16.

English (Autenrieth)

= ναυσικλειτός, pl., epithet of the Phaeacians and the Phoenicians, Od. 15.415.

English (Slater)

ναυσικλῠτός, -ά, -όν famed for its ships τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (Αἴγιναν) (N. 5.9) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1)

Greek Monolingual

ναυσικλυτός, -όν (Α)
ναυσικλειτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + κλυτός «ένδοξος»].

Greek Monotonic

ναυσικλῠτός: -όν = το προηγ., επίθ. για τους Φαίακες, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ναυσικλῠτός: Hom., Pind. = ναυσικλειτός.

Middle Liddell

ναυσι-κλῠτός, όν = ναυσῐπέρᾱτος, epithet of the Phaeacians, Od.]