κατωκάρα: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] kopfunten, kopfüber; Pind. frg. 134; [[εἴπερ]] ἐκ ποδῶν [[κατωκάρα]] κρέμαιτό γε Ar. Ach. 909; ῥίπτειν τινά Pax 155; Sp.; auch getrennt geschrieben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] kopfunten, kopfüber; Pind. frg. 134; [[εἴπερ]] ἐκ ποδῶν [[κατωκάρα]] κρέμαιτό γε Ar. Ach. 909; ῥίπτειν τινά Pax 155; Sp.; auch getrennt geschrieben.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />la tête en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]], [[κάρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰτωκάρα''': Ἐπίρρ., μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], «[[κατακέφαλα]]», ἀντὶ [[ἐπίκαρ]], Πινδ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστοφ. Ἀχ. 945· «ἀνάποδα», κ. ῥίψας με ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 153· ἀλλ’ ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει [[κάτω]] [[κάρα]], ἴδε ἐν τόπῳ.
|lstext='''κᾰτωκάρα''': Ἐπίρρ., μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], «[[κατακέφαλα]]», ἀντὶ [[ἐπίκαρ]], Πινδ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστοφ. Ἀχ. 945· «ἀνάποδα», κ. ῥίψας με ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 153· ἀλλ’ ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει [[κάτω]] [[κάρα]], ἴδε ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />la tête en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]], [[κάρα]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 21:34, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰτωκάρα Medium diacritics: κατωκάρα Low diacritics: κατωκάρα Capitals: ΚΑΤΩΚΑΡΑ
Transliteration A: katōkára Transliteration B: katōkara Transliteration C: katokara Beta Code: katwka/ra

English (LSJ)

[ᾰρ], Adv. head downwards, Pi.Fr.161, Ar.Ach.945 (lyr.), Ph.1.207, Agath.2.2; heels over head, Ar.Pax 153.

German (Pape)

[Seite 1406] kopfunten, kopfüber; Pind. frg. 134; εἴπερ ἐκ ποδῶν κατωκάρα κρέμαιτό γε Ar. Ach. 909; ῥίπτειν τινά Pax 155; Sp.; auch getrennt geschrieben.

French (Bailly abrégé)

adv.
la tête en bas.
Étymologie: κάτω, κάρα.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰτωκάρα: Ἐπίρρ., μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω, «κατακέφαλα», ἀντὶ ἐπίκαρ, Πινδ. Ἀποσπ. 134, Ἀριστοφ. Ἀχ. 945· «ἀνάποδα», κ. ῥίψας με ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 153· ἀλλ’ ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει κάτω κάρα, ἴδε ἐν τόπῳ.

English (Slater)

κατωκάρα head down οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται (-καρᾳ Herodian.) fr. 161.

Greek Monolingual

κατωκάρα (Α)
επίρρ. με το κεφάλι προς τα κάτωκατωκάρα κρέμαιτο», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + κάρα «κεφαλή»].

Greek Monotonic

κᾰτωκάρα: [κᾰ], επίρρ., με το κεφάλι προς τα κάτω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατωκάρᾱ: (ᾰρ) adv. головой вниз (ῥίπτειν τινά Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατω-κάρα, adv., met het hoofd omlaag.

Middle Liddell

head downwards, Ar.