καταλοάω: Difference between revisions
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] (s. [[ἀλοάω]]), zerdreschen, zermakmen, zerprügeln; Eubul. Ath. XIV, 622 e; τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Xen. Cyr. 7, 1, 31; τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Aesch. 2, 140; κατηλοημένος τὴν ὀφρύν Luc. Icarom. 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] (s. [[ἀλοάω]]), zerdreschen, zermakmen, zerprügeln; Eubul. Ath. XIV, 622 e; τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Xen. Cyr. 7, 1, 31; τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Aesch. 2, 140; κατηλοημένος τὴν ὀφρύν Luc. Icarom. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῶ;<br />écraser sur l'aire ; <i>fig.</i> abîmer, rouer de coups.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀλοάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατᾰλοάω''': μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, [[ἁλωνίζω]], «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ [[ἁπλῶς]] [[κτείνω]], ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ [[πατραλοίας]] ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9). | |lstext='''κατᾰλοάω''': μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, [[ἁλωνίζω]], «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ [[ἁπλῶς]] [[κτείνω]], ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ [[πατραλοίας]] ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 22:35, 1 October 2022
English (LSJ)
crush in pieces, make an end of, c. acc., X.Cyr.7.1.31, Aeschin.2.140:—Pass., κατηλόηται Eub.15.5; τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.Icar.15; cf. καταλοιάω.
German (Pape)
[Seite 1361] (s. ἀλοάω), zerdreschen, zermakmen, zerprügeln; Eubul. Ath. XIV, 622 e; τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Xen. Cyr. 7, 1, 31; τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Aesch. 2, 140; κατηλοημένος τὴν ὀφρύν Luc. Icarom. 15.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
écraser sur l'aire ; fig. abîmer, rouer de coups.
Étymologie: κατά, ἀλοάω.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰλοάω: μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, ἁλωνίζω, «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ ἁπλῶς κτείνω, ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ πατραλοίας ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9).
Greek Monotonic
κατᾰλοάω: μέλ. -ήσω, σπάω σε κομμάτια, τελειώνω, σε Ξεν., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰλοάω:
1) растаптывать, раздавливать (τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας Xen.);
2) поражать, ранить (σκύφῳ χρυσῷ τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.);
3) умерщвлять, убивать (τοὺς ὁμήρους Aeschin., Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αλοάω verbrijzelen, vertrappen.
Middle Liddell
fut. ήσω
to crush in pieces, make an end of, Xen., Aeschin.