ἠλεκτροφαής: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ilektrofais | |Transliteration C=ilektrofais | ||
|Beta Code=h)lektrofah/s | |Beta Code=h)lektrofah/s | ||
|Definition= | |Definition=ἠλεκτροφαές, [[amber-gleaming]], [[shining like amber]], [[αὐγαί]], of the [[tear]]s of the [[Phaethontiades]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span> 741</span> (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 13 October 2022
English (LSJ)
ἠλεκτροφαές, amber-gleaming, shining like amber, αὐγαί, of the tears of the Phaethontiades, E.Hipp. 741 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1160] ές, wie Elektron glänzend, αὐγαί Eur. Hipp. 741.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l'éclat ou la pureté de l'ambre.
Étymologie: ἤλεκτρον, φάος.
Greek Monolingual
ἠλεκτροφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -φαης (< φάος, το), πρβλ. ημιφαής, παμφαής].
Greek Monotonic
ἠλεκτροφαής: -ές (φάος), αυτός που λάμπει σαν κεχριμπάρι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἠλεκτροφᾰής: блистающий как янтарь (δακρύων αὐγαί Eur.).