βελουλκός: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=beloulko/s | |Beta Code=beloulko/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[instrument for drawing out darts]], ibid. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>= [[δίκταμνος]], Ps.-Dsc.3.32.</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[instrument for drawing out darts]], ibid. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>= [[δίκταμνος]], Ps.-Dsc.3.32.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[instrumento para la extracción de puntas de flecha]] Paul.Aeg.6.88.3.<br /><b class="num">2</b> bot. [[díctamo]], [[Origanum dictamnus]] L., Ps.Dsc.3.32. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βελουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἐκσύρων, ἀνασύρων [[βέλος]] ἐκ πληγῆς· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] βελουλκέω, [[ἕλκω]], [[ἐξάγω]] βέλη, αὐτὸς ἑαυτὸν βελουλκεῖ, [[μόνος]] του ἐκβάλλει τὸ [[βέλος]], δηλ. τὸ [[ἄγκιστρον]], Πλούτ. 2. 977Α· οὐσιαστ. βελουλκία, ἡ, ἡ ἐξαγωγὴ βελῶν, ἡ ἐξέλκυσις αὐτῶν, Εὐστ. 464. 41· ἐπίθ. βελουλκικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς βελουλκίαν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 88. | |lstext='''βελουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἐκσύρων, ἀνασύρων [[βέλος]] ἐκ πληγῆς· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] βελουλκέω, [[ἕλκω]], [[ἐξάγω]] βέλη, αὐτὸς ἑαυτὸν βελουλκεῖ, [[μόνος]] του ἐκβάλλει τὸ [[βέλος]], δηλ. τὸ [[ἄγκιστρον]], Πλούτ. 2. 977Α· οὐσιαστ. βελουλκία, ἡ, ἡ ἐξαγωγὴ βελῶν, ἡ ἐξέλκυσις αὐτῶν, Εὐστ. 464. 41· ἐπίθ. βελουλκικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς βελουλκίαν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 88. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βελουλκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] για την [[αφαίρεση]] βέλους από [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[δίκταμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ολκή]] ή [[ολκός]]]. | |mltxt=[[βελουλκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> χειρουργικό [[εργαλείο]] για την [[αφαίρεση]] βέλους από [[τραύμα]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[δίκταμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ολκή]] ή [[ολκός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A instrument for drawing out darts, ibid. II= δίκταμνος, Ps.-Dsc.3.32.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 instrumento para la extracción de puntas de flecha Paul.Aeg.6.88.3.
2 bot. díctamo, Origanum dictamnus L., Ps.Dsc.3.32.
German (Pape)
[Seite 441] (ἕλκω), pfeilausziehend; τὸ β., ein Instrument dazu, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
βελουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ ἐκσύρων, ἀνασύρων βέλος ἐκ πληγῆς· ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα βελουλκέω, ἕλκω, ἐξάγω βέλη, αὐτὸς ἑαυτὸν βελουλκεῖ, μόνος του ἐκβάλλει τὸ βέλος, δηλ. τὸ ἄγκιστρον, Πλούτ. 2. 977Α· οὐσιαστ. βελουλκία, ἡ, ἡ ἐξαγωγὴ βελῶν, ἡ ἐξέλκυσις αὐτῶν, Εὐστ. 464. 41· ἐπίθ. βελουλκικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς βελουλκίαν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 88.
Greek Monolingual
βελουλκός, ο (Α)
1. χειρουργικό εργαλείο για την αφαίρεση βέλους από τραύμα
2. το φυτό δίκταμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βέλος + -ουλκος < ολκή ή ολκός].