wagenmenner: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[σημάντωρ]], [[ἡνίοχος]], [[ἀνίοχος]], [[ὑφηνίοχος]], [[ἡνιόχη]], [[τροχηλάτης]], [[ἡνιόστροφος]], [[διφρευτής]], [[διφρηλάτης]], [[διφρελάτειρα]], [[ἁρματηλάτης]], [[ἁρμελάτης]], [[ἁρμελατήρ]], [[ἐλατήρ]], [[διώξιππος]], [[εἰσαφέτης]], [[ἁρμάτων ἐπιστάτης]], [[ἁρμάτων ἐπεμβάτης]], [[ποιμὴν ὄχου]], [[ἱππεύς]], [[ἁμαξεύς]], [[ἱπποκέλευθος]] | |nleltext=[[σημάντωρ]], [[ἡνίοχος]], [[ἀνίοχος]], [[ὑφηνίοχος]], [[ἡνιόχη]], [[τροχηλάτης]], [[ἡνιόστροφος]], [[διφρευτής]], [[διφρηλάτης]], [[διφρελάτειρα]], [[ἁρματηλάτης]], [[ἁρματηλάτας]], [[ἁρμελάτης]], [[ἁρμελατήρ]], [[ἐλατήρ]], [[διώξιππος]], [[εἰσαφέτης]], [[ἁρμάτων ἐπιστάτης]], [[ἁρμάτων ἐπεμβάτης]], [[ποιμὴν ὄχου]], [[ἱππεύς]], [[ἁμαξεύς]], [[ἱπποκέλευθος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:31, 26 February 2023
Dutch > Greek
σημάντωρ, ἡνίοχος, ἀνίοχος, ὑφηνίοχος, ἡνιόχη, τροχηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, διφρηλάτης, διφρελάτειρα, ἁρματηλάτης, ἁρματηλάτας, ἁρμελάτης, ἁρμελατήρ, ἐλατήρ, διώξιππος, εἰσαφέτης, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου, ἱππεύς, ἁμαξεύς, ἱπποκέλευθος