δεκανικός: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dekanikos | |Transliteration C=dekanikos | ||
|Beta Code=dekaniko/s | |Beta Code=dekaniko/s | ||
|Definition= | |Definition=δεκανική, δεκανικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of a decurion]] or [[for a decurion]] ([[δεκανός]]) 1, ''PHib.''1.30.13 (iii B.C.), 96.21; [[δεκανικόν]], τό, [[tax]] for [[maintenance]] of [[δεκανοί]], δ. πλοίων ''BGU''1.1 (ii/iii A.D.); δ. ἰχθυομεταβόλων ''PRyl.''196.6 (ii A.D).<br><span class="bld">II</span> [[of a decurion]] ''ΙΙ'', Paul.Al.''C.''2. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
δεκανική, δεκανικόν,
A of a decurion or for a decurion (δεκανός) 1, PHib.1.30.13 (iii B.C.), 96.21; δεκανικόν, τό, tax for maintenance of δεκανοί, δ. πλοίων BGU1.1 (ii/iii A.D.); δ. ἰχθυομεταβόλων PRyl.196.6 (ii A.D).
II of a decurion ΙΙ, Paul.Al.C.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1milit. subst. ὁ δεκανικός decurión grado militar de rango inferior en la caballería ptolemaica PTeb.815.7.28, 951.1, PHib.30.13, 90.6, 91.15, PPetr.3.114.1 en BL 1.384, BGU 2386.4 (todos III a.C.), SEG 41.963.10 (Éfeso, heleníst.), BGU 1956.5 (III/II a.C.), PTeb.811.14 (II a.C.).
2 subst. τὸ δεκανικόν = decurional n. de diversos impuestos bajo la responsabilidad de los decuriones (cf. δεκανός I 2) δ. τῶν ἁλιευτικῶν πλοίων Stud.Pal.22.183.38 (II d.C.), cf. BGU 1.1 (II/III d.C.), δ. ἰχθυομεταβόλων PRyl.196.6 (II d.C.).
3 subst. τὸ δεκανικόν = prisión eclesiástica, Iust.Nou.79.3, Thal.CP Thds.2.
II astrol. de un decano, asignado a un decano (cf. δεκανός II) ἀποτελέσματα ὡροσκόπου Cat.Cod.Astr.8(1).246.26, ἡ δεκανικὴ διαμόρφωσις Paul.Al.15.4, cf. Sch.Paul.Al.106.6, 107.4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεκανικός, -ή, -όν) δεκανός
νεοελλ.
χημ. φρ. «δεκανικόν οξύ» — είδος κεκορεσμένου λιπαρού οξέος
αρχ.-μσν.
αστρολ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δεκανό ή στους δεκανούς
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόν
εκκλησιαστικό δεσμωτήριο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόν
φόρος για τη συντήρηση τών δεκανών στην Αίγυπτο.