παρεναλλαγή: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[παρεναλλάσσω]]<br />η [[αλλαγή]], [[αλλοίωση]] ή [[διαστροφή]] εξαιτίας εξάρθρωσης («κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παρεναλλαγὴ γινομένη [[δυσαποκατάστατος]]», <b>Γαλ.</b>). | |mltxt=ἡ, Α [[παρεναλλάσσω]]<br />η [[αλλαγή]], [[αλλοίωση]] ή [[διαστροφή]] εξαιτίας εξάρθρωσης («κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παρεναλλαγὴ γινομένη [[δυσαποκατάστατος]]», <b>Γαλ.</b>). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[dislocation]]=== | |||
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διάστρεμμα]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 13 February 2024
English (LSJ)
ἡ, dislocation, Gal.14.796.
German (Pape)
[Seite 515] ἡ, Umänderung, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
παρεναλλαγή: ἡ, ἀλλοίωσις ἢ διαστροφὴ ἕνεκα ἐξαρθρώσεως, κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παραλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος Γαλην. τ. 14, σ. 796, 19.
Greek Monolingual
ἡ, Α παρεναλλάσσω
η αλλαγή, αλλοίωση ή διαστροφή εξαιτίας εξάρθρωσης («κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῖα μὲν παρεναλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος», Γαλ.).
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διάστρεμμα, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang