ἀμυστί: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἀμυστῑ́
|Full diacritics=ᾰ̓μυστῑ́
|Medium diacritics=ἀμυστί
|Medium diacritics=ἀμυστί
|Low diacritics=αμυστί
|Low diacritics=αμυστί
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμυστὶ]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[δίχως]] [[αναπνοή]], [[μονορούφι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μύω</i> «[[κλείνω]], [[είμαι]] κλεισμένος, [[κυρίως]] όμως για πρόσωπα: [[κλείνω]] τα μάτια».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄμυστις]].
|mltxt=ἀμυστί <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[δίχως]] [[αναπνοή]], [[μονορούφι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μύω</i> «[[κλείνω]], [[είμαι]] κλεισμένος, [[κυρίως]] όμως για πρόσωπα: [[κλείνω]] τα μάτια».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄμυστις]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀμυστί''': [ῑ], Ἐπίρρ. (μύω) = χωρὶς νὰ κλείσῃ τις τὸ [[στόμα]], δηλ. διὰ μιᾶς, «μονορροῦφι», [[ἀμυστὶ]] πίνειν Λουκ. Λεξιφ. 8, κτλ.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:37, 28 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓μυστῑ́ Medium diacritics: ἀμυστί Low diacritics: αμυστί Capitals: ΑΜΥΣΤΙ
Transliteration A: amystí Transliteration B: amysti Transliteration C: amysti Beta Code: a)musti/

English (LSJ)

[ῑ], Adv., (μύω) without closing the mouth, i.e. at one draught, ἀμυστὶ πιεῖν prob. in Hp.Int.12, cf. Pherecr.202, Anacreont. 8, Luc.Lex.8.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans fermer la bouche.
Étymologie: , μύω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-ῑ]
adv. sin cerrar la boca, de un trago ἀ. πιεῖν Pherecr.202, Anacreont.9, Luc.Lex.8, D.C.72.18.2, Poll.6.25, cf. Clem.Al.Paed.2.2.31.

Greek Monolingual

ἀμυστί επίρρ. (Α)
δίχως αναπνοή, μονορούφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μύω «κλείνω, είμαι κλεισμένος, κυρίως όμως για πρόσωπα: κλείνω τα μάτια».
ΠΑΡ. αρχ. ἄμυστις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυστί: [ῑ], Ἐπίρρ. (μύω) = χωρὶς νὰ κλείσῃ τις τὸ στόμα, δηλ. διὰ μιᾶς, «μονορροῦφι», ἀμυστὶ πίνειν Λουκ. Λεξιφ. 8, κτλ.

Greek Monotonic

ἀμυστί: [ῑ], επίρρ. (μύω), χωρίς κλείσιμο του στόματος, δηλ. μονορούφι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμυστί: μύω adv. не закрывая рта, т. е. залпом (πίνειν Anacr., Luc.).

Frisk Etymological English

See also: μύω

Middle Liddell

[μύω]
without closing the mouth, i. e. at one draught, Luc.