duda: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀμφιβολία]], [[ἀμφιβολίη]], [[ἀμφίγνοια]], [[ἀμφιλογία]], [[ἀμφίλογος]], [[ἀμφισβήτησις]], [[ἀπιστία]], [[ἀπιστίη]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[διαγνοία]], [[διάκρισις]], [[διαλογισμός]], [[διαμφισβήτησις]], [[διαπόρησις]], [[διαφόρησις]], [[δίσταγμα]], [[δισταγμός]], [[διστασία]], [[δίστασις]], [[διστασμός]], [[διψυχία]], [[δοιή]], [[εἰκασία]], [[ἐνδοιασμός]], [[ἐνδυασμός]], [[τὸ διστακτικόν]] | ||
}} | }} |
Revision as of 11:53, 22 December 2023
Spanish > Greek
ἀμφιβολία, ἀμφιβολίη, ἀμφίγνοια, ἀμφιλογία, ἀμφίλογος, ἀμφισβήτησις, ἀπιστία, ἀπιστίη, ἀπορία, ἀπορίη, διαγνοία, διάκρισις, διαλογισμός, διαμφισβήτησις, διαπόρησις, διαφόρησις, δίσταγμα, δισταγμός, διστασία, δίστασις, διστασμός, διψυχία, δοιή, εἰκασία, ἐνδοιασμός, ἐνδυασμός, τὸ διστακτικόν