δεκασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0542.png Seite 542]] ὁ, Bestechung, Dion. Hal. 7, 6, 4; im plur. Plut. Cic. 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0542.png Seite 542]] ὁ, Bestechung, Dion. Hal. 7, 6, 4; im plur. Plut. Cic. 29.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de corrompre, corruption (d'un juge, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δεκάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκασμός''': ὁ, ([[δεκάζω]]) [[δωροδοκία]], διὰ δώρων διαφθορά, Διον. Ἁλ. 7. 64, Πλουτ. Κάτ. Νεωτ. 44· κατὰ πληθ., αὐτ. Κικέρων. 29.
|lstext='''δεκασμός''': ὁ, ([[δεκάζω]]) [[δωροδοκία]], διὰ δώρων διαφθορά, Διον. Ἁλ. 7. 64, Πλουτ. Κάτ. Νεωτ. 44· κατὰ πληθ., αὐτ. Κικέρων. 29.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de corrompre, corruption (d'un juge, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[δεκάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκασμός Medium diacritics: δεκασμός Low diacritics: δεκασμός Capitals: ΔΕΚΑΣΜΟΣ
Transliteration A: dekasmós Transliteration B: dekasmos Transliteration C: dekasmos Beta Code: dekasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (δεκάζω) bribery, D.H.7.64, Plu.Cat.Mi.44: in plural, Id.Cic.29.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
corrupción, soborno D.H.7.64, Plu.Cat.Mi.44, Poll.8.42, Longin.44.9, D.C.36.44.3, 40.48.1, ὄχλων δεκασμοί Plu.Cic.29, πλήθους δ. App.BC 2.24, cf. 23.
• Etimología: v. δεκάζω.

German (Pape)

[Seite 542] ὁ, Bestechung, Dion. Hal. 7, 6, 4; im plur. Plut. Cic. 29.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de corrompre, corruption (d'un juge, etc.).
Étymologie: δεκάζω.

Greek (Liddell-Scott)

δεκασμός: ὁ, (δεκάζω) δωροδοκία, διὰ δώρων διαφθορά, Διον. Ἁλ. 7. 64, Πλουτ. Κάτ. Νεωτ. 44· κατὰ πληθ., αὐτ. Κικέρων. 29.

Greek Monolingual

ο (AM δεκασμός) δεκάζω
η δωροδοκία, κυρίως δικαστών ή μαρτύρων
αρχ.
φρ. «δεκασμού γραφή» — κατηγορία η οποία στρέφεται κατά τών πολιτών που δωροδόκησαν άρχοντες της πόλεως, δικαστές ή μάρτυρες.

Greek Monotonic

δεκασμός: ὁ (δεκάζω), δωροδοκία, εξαγορά, χρηματισμός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δεκασμός: ὁ тж. pl. подкуп Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκασμός -οῦ, ὁ [δεκάζω] omkoping.

Middle Liddell

δεκάζω
bribery, Plut.