διάρκεια: Difference between revisions
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0599.png Seite 599]] ἡ, die Hinlänglichkeit, Ausdauer, τῆς τροφῆς, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0599.png Seite 599]] ἡ, die Hinlänglichkeit, Ausdauer, τῆς τροφῆς, Theophr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />suffisance.<br />'''Étymologie:''' [[διαρκής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάρκεια''': ἡ, [[ἐπάρκεια]], τροφῆς Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 11, 6. 2) [[παράτασις]], [[συνέχεια]], [[διάρκεια]], πνεύματος Ἑρμογ. | |lstext='''διάρκεια''': ἡ, [[ἐπάρκεια]], τροφῆς Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 11, 6. 2) [[παράτασις]], [[συνέχεια]], [[διάρκεια]], πνεύματος Ἑρμογ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[διάρκεια]])<br />[[διάστημα]] χρόνου συνεχές και αδιάκοπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντοχή]], [[στερεότητα]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[παράταση]] ή συχνή [[επανάληψη]] ρηματικής ενέργειας<br />β) ο [[χρόνος]] που απαιτείται για την [[εκφώνηση]] φωνήματος ή ομάδας φωνημάτων (για φωνήεντα ή συλλαβές ονομάζεται [[ποσότητα]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάρκεια]] (συνήθ. τροφής)· | |mltxt=η (AM [[διάρκεια]])<br />[[διάστημα]] χρόνου συνεχές και αδιάκοπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αντοχή]], [[στερεότητα]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[παράταση]] ή συχνή [[επανάληψη]] ρηματικής ενέργειας<br />β) ο [[χρόνος]] που απαιτείται για την [[εκφώνηση]] φωνήματος ή ομάδας φωνημάτων (για φωνήεντα ή συλλαβές ονομάζεται [[ποσότητα]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[επάρκεια]] (συνήθ. τροφής)· | ||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, sufficiency, τῆς τροφῆς Thphr.CP1.11.6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
suficiencia τῆς τροφῆς Thphr.CP 1.11.6, cf. Hermog.Inu.4.4, Anecd.Ludw.207.7, Eust.1851.49.
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, die Hinlänglichkeit, Ausdauer, τῆς τροφῆς, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
suffisance.
Étymologie: διαρκής.
Greek (Liddell-Scott)
διάρκεια: ἡ, ἐπάρκεια, τροφῆς Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 11, 6. 2) παράτασις, συνέχεια, διάρκεια, πνεύματος Ἑρμογ.
Greek Monolingual
η (AM διάρκεια)
διάστημα χρόνου συνεχές και αδιάκοπο
νεοελλ.
1. αντοχή, στερεότητα
2. γραμμ. α) παράταση ή συχνή επανάληψη ρηματικής ενέργειας
β) ο χρόνος που απαιτείται για την εκφώνηση φωνήματος ή ομάδας φωνημάτων (για φωνήεντα ή συλλαβές ονομάζεται ποσότητα)
αρχ.
επάρκεια (συνήθ. τροφής)·