διαβόητος: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[conocido]], [[célebre]], [[famoso]] ref. a cosas y abstr. χρησμός Plu.<i>Lyc</i>.5, ὁ μέλλων γάμος X.Eph.1.7.3, cf. 5.9.8, διαβόητα δ' ἐστὶν καὶ τὰ ἐπὶ Κρατίνῳ τῷ Ἀθηναίῳ γενόμενα Ath.602c, τὰ διαβόητα τρία βιβλία D.L.8.15, τοῦ φόνου διαβοήτου γενομένου Hdn.4.4.8, ἡ φήμη Hdn.5.3.10, cf. Didym.<i>Gen</i>.211.1, Sch.A.R.1.1068-9<br /><b class="num">•</b>ref. pers. ἐπὶ δικαιοσύνῃ I.<i>AI</i> 9.182, ἐφ' ὥρᾳ καὶ λαμυρίᾳ Plu.<i>Luc</i>.6, cf. Luc.<i>Alex</i>.4, D.Chr.3.72, <i>A.Io</i>.20.3, ἐπ' εὐταξίᾳ καὶ σωφροσύνῃ δ. ἦν ὑμῶν ἡ πόλις D.Chr.33.48, cf. 31.39, ἐπὶ κακίαις <i>CPR</i> 5.4ue.1 (III d.C.), ἐπὶ καλοῦ καὶ ἐπὶ κακοῦ <i>Lex.Vind</i>.s.u. ἐπιβόητος.<br /><b class="num">2</b> [[celebrado]] ἦν δὲ δ. τοῖς θεωμένοις ἅπασιν [[Ἀνθία]] ἡ καλή X.Eph.1.2.7, νίκη I.<i>AI</i> 7.309, 8.284. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[conocido]], [[célebre]], [[famoso]] ref. a cosas y abstr. χρησμός Plu.<i>Lyc</i>.5, ὁ μέλλων γάμος X.Eph.1.7.3, cf. 5.9.8, διαβόητα δ' ἐστὶν καὶ τὰ ἐπὶ Κρατίνῳ τῷ Ἀθηναίῳ γενόμενα Ath.602c, τὰ διαβόητα τρία βιβλία D.L.8.15, τοῦ φόνου διαβοήτου γενομένου Hdn.4.4.8, ἡ φήμη Hdn.5.3.10, cf. Didym.<i>Gen</i>.211.1, Sch.A.R.1.1068-9<br /><b class="num">•</b>ref. pers. ἐπὶ δικαιοσύνῃ I.<i>AI</i> 9.182, ἐφ' ὥρᾳ καὶ λαμυρίᾳ Plu.<i>Luc</i>.6, cf. Luc.<i>Alex</i>.4, D.Chr.3.72, <i>A.Io</i>.20.3, ἐπ' εὐταξίᾳ καὶ σωφροσύνῃ δ. ἦν ὑμῶν ἡ πόλις D.Chr.33.48, cf. 31.39, ἐπὶ κακίαις <i>CPR</i> 5.4ue.1 (III d.C.), ἐπὶ καλοῦ καὶ ἐπὶ κακοῦ <i>Lex.Vind</i>.s.u. ἐπιβόητος.<br /><b class="num">2</b> [[celebrado]] ἦν δὲ δ. τοῖς θεωμένοις ἅπασιν [[Ἀνθία]] ἡ καλή X.Eph.1.2.7, νίκη I.<i>AI</i> 7.309, 8.284. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> crié de tous côtés, publié, proclamé;<br /><b>2</b> vanté, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[διαβοάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβόητος''': -ον, περὶ οὗ [[μέγας]] [[θόρυβος]] γίνεται, [[ἐξάκουστος]] (ἐπ' ἀρετῇ), ἐπί τινι Πλούτ. Λουκ. 6, Ξεν. Ἐφ. 1. 2 (ἐπὶ κακίᾳ), Λουκ. Ψευδ. 4, Δί. Χρυσόστ. 1, 125, Πλούτ. Λυκούργ. 5. Πρβλ. [[περιβόητος]] καὶ [[ἐπιβόητος]]. - Ἐπίρρ. διαβοήτως Θ. Στουδ. σ. 1073 (Migne). | |lstext='''διαβόητος''': -ον, περὶ οὗ [[μέγας]] [[θόρυβος]] γίνεται, [[ἐξάκουστος]] (ἐπ' ἀρετῇ), ἐπί τινι Πλούτ. Λουκ. 6, Ξεν. Ἐφ. 1. 2 (ἐπὶ κακίᾳ), Λουκ. Ψευδ. 4, Δί. Χρυσόστ. 1, 125, Πλούτ. Λυκούργ. 5. Πρβλ. [[περιβόητος]] καὶ [[ἐπιβόητος]]. - Ἐπίρρ. διαβοήτως Θ. Στουδ. σ. 1073 (Migne). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, noised abroad, noised about, noised around, famous, infamous, Plu.Lyc.5, Hdn. 4.4.8; ἐφ' ὥρᾳ καὶ λαμυρίᾳ Plu.Luc.6, cf. X.Eph.1.2, D.Chr.3.72, Luc. Alex.4.
Spanish (DGE)
-ον
1 conocido, célebre, famoso ref. a cosas y abstr. χρησμός Plu.Lyc.5, ὁ μέλλων γάμος X.Eph.1.7.3, cf. 5.9.8, διαβόητα δ' ἐστὶν καὶ τὰ ἐπὶ Κρατίνῳ τῷ Ἀθηναίῳ γενόμενα Ath.602c, τὰ διαβόητα τρία βιβλία D.L.8.15, τοῦ φόνου διαβοήτου γενομένου Hdn.4.4.8, ἡ φήμη Hdn.5.3.10, cf. Didym.Gen.211.1, Sch.A.R.1.1068-9
•ref. pers. ἐπὶ δικαιοσύνῃ I.AI 9.182, ἐφ' ὥρᾳ καὶ λαμυρίᾳ Plu.Luc.6, cf. Luc.Alex.4, D.Chr.3.72, A.Io.20.3, ἐπ' εὐταξίᾳ καὶ σωφροσύνῃ δ. ἦν ὑμῶν ἡ πόλις D.Chr.33.48, cf. 31.39, ἐπὶ κακίαις CPR 5.4ue.1 (III d.C.), ἐπὶ καλοῦ καὶ ἐπὶ κακοῦ Lex.Vind.s.u. ἐπιβόητος.
2 celebrado ἦν δὲ δ. τοῖς θεωμένοις ἅπασιν Ἀνθία ἡ καλή X.Eph.1.2.7, νίκη I.AI 7.309, 8.284.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 crié de tous côtés, publié, proclamé;
2 vanté, célèbre.
Étymologie: διαβοάω.
Greek (Liddell-Scott)
διαβόητος: -ον, περὶ οὗ μέγας θόρυβος γίνεται, ἐξάκουστος (ἐπ' ἀρετῇ), ἐπί τινι Πλούτ. Λουκ. 6, Ξεν. Ἐφ. 1. 2 (ἐπὶ κακίᾳ), Λουκ. Ψευδ. 4, Δί. Χρυσόστ. 1, 125, Πλούτ. Λυκούργ. 5. Πρβλ. περιβόητος καὶ ἐπιβόητος. - Ἐπίρρ. διαβοήτως Θ. Στουδ. σ. 1073 (Migne).
Greek Monolingual
-η, -ο διαβοώ (AM διαβόητος, -η, -ο)
νεοελλ.
(με μειωτική σημασία) αυτός που καταγγέλλεται και περιφρονείται από την κοινωνία στην οποία ζει για πράξεις που αποκλίνουν από τον κώδικα του ηθικού ή κοινωνικού βίου
αρχ.-μσν.
περιβόητος, ξακουστός.
Greek Monotonic
διαβόητος: -ον, ξακουστός, περιλάλητος, διάσημος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαβόητος: общеизвестный, знаменитый (χρησμός Plut.; ἐπί τινι Plut., Luc.).