διδασκαλεῖον: Difference between revisions

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] τό, Schule; παίδων Thuc. 7, 29; Plat. u. A.; εἰς δ. ἰέναι, Aesch. 1, 9. – Bei Sosip. Ath. IX, 378 (v. 13) wie unser Schule s. v. a. Lehre, Doktrin.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] τό, Schule; παίδων Thuc. 7, 29; Plat. u. A.; εἰς δ. ἰέναι, Aesch. 1, 9. – Bei Sosip. Ath. IX, 378 (v. 13) wie unser Schule s. v. a. Lehre, Doktrin.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />école.<br />'''Étymologie:''' [[διδάσκαλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐδασκᾰλεῖον''': τό, [[τόπος]], [[ἔνθα]] ὁ [[διδάσκαλος]] διδάσκει, [[σχολεῖον]], Σοφ. Ἀποσπ. 799, Ἀντιφῶν 142. 33, Θουκ. 7. 29, Πλάτ., κτλ.· τὰ [[παιδία]] τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Ὑπερείδ. Εὐξεν. 34· τὸ Σωκρατικὸν δ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 2· πρβλ. [[φοιτάω]]. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = [[δίδακτρα]], Βίος Ὁμ. 26 (γραπτ. διδασκάλια).
|lstext='''δῐδασκᾰλεῖον''': τό, [[τόπος]], [[ἔνθα]] ὁ [[διδάσκαλος]] διδάσκει, [[σχολεῖον]], Σοφ. Ἀποσπ. 799, Ἀντιφῶν 142. 33, Θουκ. 7. 29, Πλάτ., κτλ.· τὰ [[παιδία]] τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Ὑπερείδ. Εὐξεν. 34· τὸ Σωκρατικὸν δ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 2· πρβλ. [[φοιτάω]]. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = [[δίδακτρα]], Βίος Ὁμ. 26 (γραπτ. διδασκάλια).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />école.<br />'''Étymologie:''' [[διδάσκαλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδασκᾰλεῖον Medium diacritics: διδασκαλεῖον Low diacritics: διδασκαλείον Capitals: ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΝ
Transliteration A: didaskaleîon Transliteration B: didaskaleion Transliteration C: didaskaleion Beta Code: didaskalei=on

English (LSJ)

τό,
A teaching place, school, [S.]Fr.1120.3, Antipho 6.11, Th.7.29, prob. in Pl.Lg.764c; εἰς τὸ διδασκαλεῖον ἰέναι Aeschin.1.9; τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Hyp.Eux.22; τὰ διδασκαλεῖα τῶν ῥητορικῶν Epicur.Fr.50; τὸ Σωκρατικὸν διδασκαλεῖον D.H.Dem.2.
II in plural, διδασκαλεῖα = δίδακτρα, διδασκάλια Ps.-Hdt.Vit.Hom.26.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: graf. -ίον Aesop.306
1 escuela, lugar donde se enseña a los niños δ. παίδων Th.7.29, ἰέναι ... εἰς τὸ δ. Aeschin.1.9, cf. Hyp.Eux.22, D.18.257, Arist.Pol.1295b17, Thphr.Char.7.4, Plb.30.29.7, Plu.2.440a, Luc.Par.13, D.H.7.9, Aesop.l.c., 216, A.Al.7A.113
escuela especializada: de coros δ. ... κατεσκεύασα Antipho 6.11, de música διδασκαλείων ἐπιμεληταί Pl.Lg.764c, cf. Ath.348d, de leyes τὰ κοινὰ τῆς δικαιοσύνης διδασκαλεῖα X.Cyr.1.2.15, de retórica δ. τῶν ῥητορικῶν Epicur.Fr.[20.2] 5, cf. Paus.6.17.9, de medicina δ. Ἡροφιλείων ἰατρῶν μέγα Str.12.8.20, de doctrina teológica εἰς τὰ τῶν ἱερῶν νόμων διδασκαλεῖα φοιτήσας Ph.2.186, συνεστήσαντο θεομισῶν αἱρέσεων διδασκαλεῖα Eus.HE 4.7.3
fig. escuela, enseñanza τὸ δεῖσθαι τῶν πέλας ... μέγα δ. τῆς ἀναιδείας ἔφυ Trag.Adesp.558, τὸν θάλαμον αὐτῇ δ. εὐταξίας ... γενησόμενον Plu.2.145a, τὰ συσσίτια ... διδασκαλεῖα σωφροσύνης Plu.Lyc.12, cf. Ph.2.592, τὸ γὰρ ἔθος τῇσι χερσὶ κάλλιστον δ. γίνεται Hp.Flat.1, de filosofía ὁ δὲ Πλάτων ... συνέστησε τὸ δ. Hippol.Haer.1.18.2, ἡ μεσογεία ... τῆς Ἀττικῆς ἀγαθὸν δ. ἀνδρὶ βουλομένῳ διαλέγεσθαι Philostr.VS 553, δ. τῶν ἡρώων Aen.Gaz.Ep.17.
2 escuela, grupo en torno a un maestro τὸ Σωκρατικὸν δ. D.H.Dem.2.2, διαδεξάμενος ... αὐτὸν Μαρκίων ... ηὔξησε τὸ δ. Iren.Lugd.Haer.1.27.2.
3 plu. διδασκαλεῖα = paga por la enseñanza, recompensa por la enseñanza fig. ἀπέδωκε ... τῷ ἑαυτοῦ διδασκάλῳ τροφεῖα καὶ διδασκαλεῖα ἐν τῇ Ὀδυσσείῃ Ps.Hdt.Vit.Hom.26.

German (Pape)

[Seite 615] τό, Schule; παίδων Thuc. 7, 29; Plat. u. A.; εἰς δ. ἰέναι, Aesch. 1, 9. – Bei Sosip. Ath. IX, 378 (v. 13) wie unser Schule s. v. a. Lehre, Doktrin.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
école.
Étymologie: διδάσκαλος.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδασκᾰλεῖον: τό, τόπος, ἔνθαδιδάσκαλος διδάσκει, σχολεῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 799, Ἀντιφῶν 142. 33, Θουκ. 7. 29, Πλάτ., κτλ.· τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Ὑπερείδ. Εὐξεν. 34· τὸ Σωκρατικὸν δ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 2· πρβλ. φοιτάω. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δίδακτρα, Βίος Ὁμ. 26 (γραπτ. διδασκάλια).

Greek Monotonic

δῐδασκᾰλεῖον: τό (διδάσκαλος), χώρος διδασκαλίας, σχολείο, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

δῐδασκᾰλεῖον: τό училище, школа Thuc., Xen., Plat., Aeschin., Arst.