δυσλόγιστος: Difference between revisions
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0683.png Seite 683]] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui calcule <i>ou</i> qui raisonne mal, déraisonnable;<br /><b>2</b> difficile à calculer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[λογίζομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσλόγιστος''': -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, [[ἀλόγιστος]], χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40. | |lstext='''δυσλόγιστος''': -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, [[ἀλόγιστος]], χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A hard to compute, Anaximen. ap. Stob.2.8.17, Plu.2.981e, Gal.18(2).631, D.C.73.15. II Act., ill-calculating, misguided, χείρ S.Aj.40.
Spanish (DGE)
-ον
1 insensato χείρ S.Ai.40.
2 difícil de razonar, para lo que no hay explicación lógica, de donde tb. incomprensible τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.Stoic.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. ἁπλοῦς D.C.73.15.1.
German (Pape)
[Seite 683] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui calcule ou qui raisonne mal, déraisonnable;
2 difficile à calculer.
Étymologie: δυσ-, λογίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δυσλόγιστος: -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, ἀλόγιστος, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.
Greek Monolingual
δυσλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται
2. δυσνόητος
3. ενεργ. κακός στους υπολογισμούς του.
Greek Monotonic
δυσλόγιστος: -ον (λογίζομαι), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δυσλόγιστος:
1) досл. бессмысленный, перен. безрассудно действующий (χείρ Soph.);
2) неисчислимый, неопределимый (αἰτία Plut.).
Middle Liddell
δυσ-λόγιστος, ον λογίζομαι
ill-calculating, Soph.