Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γατόμος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(γᾱτόμος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que corta la tierra]], [[δίκελλα]] A.<i>Fr</i>.196.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ γ. [[labrador]], <i>AP</i> 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-.
|dgtxt=(γᾱτόμος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que corta la tierra]], [[δίκελλα]] A.<i>Fr</i>.196.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ γ. [[labrador]], <i>AP</i> 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fend la terre (pour le travail des champs) ; ὁ [[γατόμος]] cultivateur.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾱτόμος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ γη-[[τόμος]], ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. (πρβλ. [[γάπεδον]]) κόπτων τὸ [[ἔδαφος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 95, Ἡσύχ. ἐν λ. τμηγάς.
|lstext='''γᾱτόμος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ γη-[[τόμος]], ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. (πρβλ. [[γάπεδον]]) κόπτων τὸ [[ἔδαφος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 95, Ἡσύχ. ἐν λ. τμηγάς.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fend la terre (pour le travail des champs) ; ὁ [[γατόμος]] cultivateur.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾱτόμος Medium diacritics: γατόμος Low diacritics: γατόμος Capitals: ΓΑΤΟΜΟΣ
Transliteration A: gatómos Transliteration B: gatomos Transliteration C: gatomos Beta Code: gato/mos

English (LSJ)

ον, Dor. for γή-τομος, cleaving the ground, δίκελλα A.Fr. 196, cf. AP6.95 (Antiphil.), Hsch. s.v. τμήγας.

Spanish (DGE)

(γᾱτόμος) -ον
1 que corta la tierra, δίκελλα A.Fr.196.
2 subst. ὁ γ. labrador, AP 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fend la terre (pour le travail des champs) ; ὁ γατόμος cultivateur.
Étymologie: γῆ, τέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

γᾱτόμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ γη-τόμος, ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. (πρβλ. γάπεδον) κόπτων τὸ ἔδαφος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 95, Ἡσύχ. ἐν λ. τμηγάς.

Greek Monolingual

γατόμος, -ον (Α)
αυτός που τέμνει, που σκάβει τη γη (α. «γατόμος δίκελλα» β. «γατόμος Πάρμις», το όνομα του γεωργού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γᾱ) + -τομος < τέμνω, δωρ. τ. του γήτομος].

Greek Monotonic

γᾱτόμος: -ον, Δωρ. αντί γη-τόμος (τέμνω), αυτός που προκαλεί ρήγμα, τομή στο έδαφος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γατόμος: II ὁ землепашец Anth.
γᾱτόμος: рассекающий землю (δίκελλα Aesch.).

Middle Liddell

τέμνω
cleaving the ground, Anth.