βλωμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0450.png Seite 450]] ὁ ([[βάλλω]]?), = [[ψωμός]], ὁ, ein Bissen, bes. von Brot, VLL.; Call. frg. 240. Vgl. [[ὀκτάβλωμος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0450.png Seite 450]] ὁ ([[βάλλω]]?), = [[ψωμός]], ὁ, ein Bissen, bes. von Brot, VLL.; Call. frg. 240. Vgl. [[ὀκτάβλωμος]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />morceau, <i>particul.</i> morceau de pain.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue, pê influence de [[ψωμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βλωμός''': ὁ, = [[ψωμός]], [[τεμάχιον]] ἄρτου, &quot;βουκιά&quot;, Καλλ. Ἀποσπ. 240· πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]]· ― ὑποκορ. βλωμίδιον, τό, Εὐστ. 1817. 55. Παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀθην. 114Ε, βλωμιαῖοι ἄρτοι [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφ., τὸ Λατ. quadrati.
|lstext='''βλωμός''': ὁ, = [[ψωμός]], [[τεμάχιον]] ἄρτου, &quot;βουκιά&quot;, Καλλ. Ἀποσπ. 240· πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]]· ― ὑποκορ. βλωμίδιον, τό, Εὐστ. 1817. 55. Παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀθην. 114Ε, βλωμιαῖοι ἄρτοι [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφ., τὸ Λατ. quadrati.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />morceau, <i>particul.</i> morceau de pain.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue, pê influence de [[ψωμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλωμός Medium diacritics: βλωμός Low diacritics: βλωμός Capitals: ΒΛΩΜΟΣ
Transliteration A: blōmós Transliteration B: blōmos Transliteration C: vlomos Beta Code: blwmo/s

English (LSJ)

ὁ, A = ψωμός, morsel of bread, Call.Fr.240; cf. ὀκτάβλωμος: —Dim. βλωμ-ίδιον, τό, Eust.1817.55: βλωμιαῖοι ἄρτοι prob. l. in Philem.Gloss. ap. Ath..114e. II βλωμοί· στραβοί, Hsch.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
trozo, pedazo de pan Call.Fr.508, cf. Gr.Naz.Ep.5, Sch.A.R.1.322.
• Etimología: De la r. *gelH- ‘tragar’ en grado ø /P, cf. tb. βλῆρ.

German (Pape)

[Seite 450] ὁ (βάλλω?), = ψωμός, ὁ, ein Bissen, bes. von Brot, VLL.; Call. frg. 240. Vgl. ὀκτάβλωμος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
morceau, particul. morceau de pain.
Étymologie: DELG étym. inconnue, pê influence de ψωμός.

Greek (Liddell-Scott)

βλωμός: ὁ, = ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, "βουκιά", Καλλ. Ἀποσπ. 240· πρβλ. ὀκτάβλωμος· ― ὑποκορ. βλωμίδιον, τό, Εὐστ. 1817. 55. Παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀθην. 114Ε, βλωμιαῖοι ἄρτοι εἶναι ἡ πιθ. γραφ., τὸ Λατ. quadrati.

Greek Monolingual

ο (Α βλωμός)
νεοελλ.
τροφή που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο στόμα με σάλιο
αρχ.
μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατά το ψωμός, που έχει την ίδια σημασία, ενώ η υποτεθείσα σύνδεση με τη γλώσσα του Ησύχιου καβλέει «καταπίνει» είναι αμφίβολη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: piece of bread (Call.),
Compounds: ὀκτά-βλωμος (Hes. Op. 442) s. Hofinger, Ant. class. 36 (1967) 457ff..
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not to βλέει in καβλέει H. (s. βλέτυες). Cf. ψωμός, but etym. unknown.

Frisk Etymology German

βλωμός: {blōmós}
Grammar: m.
Meaning: Bissen, Stück (Kall.),
Composita: ὀκτάβλωμος (Hes. Op. 442).
Derivative: Davon βλωμίδιον (Eust.), βλωμιαῖος (Philem. ap. Ath. 3, 114e; cod. βλωμίλιος).
Etymology: Verbalnomen zu βλέει in καβλέει H. (s. βλέτυες), nach ψωμός gebildet (Güntert Reimwortbildungen 151 — βλωμοί· στραβοί H. muß ein anderes Wort sein (nach Grošelj Živa Ant. 3, 198 zu βάλλω[?]).
Page 1,246