βούλιος: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0458.png Seite 458]] klug, πρᾶξαί τι βουλιώτερον Aesch. Ch. 661. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0458.png Seite 458]] klug, πρᾶξαί τι βουλιώτερον Aesch. Ch. 661. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>seul. Cp.</i> [[βουλιώτερος]];<br />sérieux, grave.<br />'''Étymologie:''' [[βουλή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βούλιος''': -ον, =([[βουλή]])=[[βουλευτικός]] 2, [[συνετός]], [[σοφός]], Αἰσχύλ. Χο. 672 (ἐν τῷ συγκρ·), καὶ (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Aurat. ἀντὶ [[δούλιος]]) Ἱκέτ. 599. | |lstext='''βούλιος''': -ον, =([[βουλή]])=[[βουλευτικός]] 2, [[συνετός]], [[σοφός]], Αἰσχύλ. Χο. 672 (ἐν τῷ συγκρ·), καὶ (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Aurat. ἀντὶ [[δούλιος]]) Ἱκέτ. 599. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ονA, (βουλή) βουλευτικός 1.2, sage, A.Ch.672 (in Comp. -ώτερος, prob. (for δούλιος) in Id.Supp.599 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον sensato ἄλλο πρᾶξαι δεῖ τι βουλιώτερον A.Ch.672.
German (Pape)
[Seite 458] klug, πρᾶξαί τι βουλιώτερον Aesch. Ch. 661.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
seul. Cp. βουλιώτερος;
sérieux, grave.
Étymologie: βουλή.
Greek (Liddell-Scott)
βούλιος: -ον, =(βουλή)=βουλευτικός 2, συνετός, σοφός, Αἰσχύλ. Χο. 672 (ἐν τῷ συγκρ·), καὶ (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Aurat. ἀντὶ δούλιος) Ἱκέτ. 599.
Greek Monolingual
βούλιος, -ον (Α) βουλή
συνετός, σοφός.
Greek Monotonic
βούλιος: -ον (βουλή), =βουλευτικὸς 2, σοφός, συνετός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βούλιος:
1) требующий размышления, т. е. серьезный, важный: εἰ δ᾽ ἄλλο πρᾶξαι τι βουλιώτερον Aesch. если нужно сделать нечто серьезное;
2) рассудительный, мудрый (φρήν Aesch.).
Middle Liddell
= βουλευτικός 2.] βουλή
sage, Aesch.