ἀναθορυβέω: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0188.png Seite 188]] auflärmen, seinen Beifall laut zu erkennen geben, ὡς εὖ λέγοι Plat. Prot. 334 c; Euthyd. 276 c; Xen. An. 5, 1, 3. 9, 30, ὡς εὖ εἰπόντος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0188.png Seite 188]] auflärmen, seinen Beifall laut zu erkennen geben, ὡς εὖ λέγοι Plat. Prot. 334 c; Euthyd. 276 c; Xen. An. 5, 1, 3. 9, 30, ὡς εὖ εἰπόντος.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />acclamer bruyamment, applaudir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[θορυβέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναθορῠβέω''': ποιῶ θόρυβον, [[ἐκφράζω]] θορυβωδῶς τὴν ἐπιδοκιμασίαν μου. Λατ, acclamare, οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν, ὡς εὖ λέγοι Πλατ. Πρωτ. 334C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1. 3· ὡς εὖ εἰπόντως τινὸς ἀν. [[αὐτόθι]] 6. 1, 30, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 276Β. ΙΙ. μετ’ αίτ., ἐπιδοκιμάζω, χειροκροτῶ, [[αὐτόθι]] Συμπ. 198Α. 2) [[διαταράσσω]], Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15.
|lstext='''ἀναθορῠβέω''': ποιῶ θόρυβον, [[ἐκφράζω]] θορυβωδῶς τὴν ἐπιδοκιμασίαν μου. Λατ, acclamare, οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν, ὡς εὖ λέγοι Πλατ. Πρωτ. 334C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1. 3· ὡς εὖ εἰπόντως τινὸς ἀν. [[αὐτόθι]] 6. 1, 30, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 276Β. ΙΙ. μετ’ αίτ., ἐπιδοκιμάζω, χειροκροτῶ, [[αὐτόθι]] Συμπ. 198Α. 2) [[διαταράσσω]], Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />acclamer bruyamment, applaudir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[θορυβέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθορῠβέω Medium diacritics: ἀναθορυβέω Low diacritics: αναθορυβέω Capitals: ΑΝΑΘΟΡΥΒΕΩ
Transliteration A: anathorybéō Transliteration B: anathorybeō Transliteration C: anathoryveo Beta Code: a)naqorube/w

English (LSJ)

cry out loudly, commonly in applause, ἀ. ὡς εὖ λέγοι Pl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3; ὡς εὖ εἰπόντος τινὸς ἀ. ib.6.1.30, cf. Pl. Smp.198a: abs., Euthd.276b.

Spanish (DGE)

1 dar muestras de aprobación ruidosamente, aplaudir οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι Pl.Prt.334c, cf. X.An.5.1.3, ὡς εὖ εἰπόντος τοῦ Ἀγασίου ἀνεθορύβησαν X.An.6.1.30, cf. Pl.Smp.198a
abs. ἅμα ἀνεθορύβησάν τε καὶ ἐγέλασαν Pl.Euthd.276b.
2 c. ac. conmocionar, alterar μεγίστων τὴν Ἀσίαν ἀναθορυβησάντων διωγμῶν Eus.HE 4.15.1, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 188] auflärmen, seinen Beifall laut zu erkennen geben, ὡς εὖ λέγοι Plat. Prot. 334 c; Euthyd. 276 c; Xen. An. 5, 1, 3. 9, 30, ὡς εὖ εἰπόντος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
acclamer bruyamment, applaudir.
Étymologie: ἀνά, θορυβέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθορῠβέω: ποιῶ θόρυβον, ἐκφράζω θορυβωδῶς τὴν ἐπιδοκιμασίαν μου. Λατ, acclamare, οἱ παρόντες ἀνεθορύβησαν, ὡς εὖ λέγοι Πλατ. Πρωτ. 334C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 1. 3· ὡς εὖ εἰπόντως τινὸς ἀν. αὐτόθι 6. 1, 30, πρβλ. Πλάτ. Εὐθύδ. 276Β. ΙΙ. μετ’ αίτ., ἐπιδοκιμάζω, χειροκροτῶ, αὐτόθι Συμπ. 198Α. 2) διαταράσσω, Εὐσέβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 15.

Greek Monotonic

ἀναθορῠβέω: μέλ. -ήσω,
I. κραυγάζω, εκφράζω δυνατά την επιδοκιμασία μου, σε Πλάτ., Ξεν.
II. με αιτ., επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθορῠβέω: издавать одобрительный шум Plat.: ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι Xen. они криком одобрили его речь.

Middle Liddell


I. to cry out loudly, shout in applause, Plat., Xen.
II. c. acc. to applaud, Plat.