ἀναρράπτω: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναρράπτω]] (AM) [[ράπτω]]<br />(για [[πληγή]]) [[ράβω]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[συνδέω]] τα [[άκρα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τοίχο) [[επιδιορθώνω]], ξαναφτιάχνω.
|mltxt=[[ἀναρράπτω]] (AM) [[ράπτω]]<br />(για [[πληγή]]) [[ράβω]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[συνδέω]] τα [[άκρα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τοίχο) [[επιδιορθώνω]], ξαναφτιάχνω.
}}
{{pape
|ptext=<i>an-, [[zusammenflicken]]</i>, Plut., [[dubia lectio|l.d.]]
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρράπτω Medium diacritics: ἀναρράπτω Low diacritics: αναρράπτω Capitals: ΑΝΑΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: anarráptō Transliteration B: anarraptō Transliteration C: anarrapto Beta Code: a)narra/ptw

English (LSJ)

lift up by sewing, βλέφαρα Gal. Thras.23.

Spanish (DGE)

medic.
1 coser Hp.Haem.2.
2 levantar por medio de sutura βλέφαρα Gal.5.843.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρράπτω: μέλλ. -ψω, συρράπτω, καταρράπτω, ἢ ῥάπτω πρὸς τὰ ἄνω, ἀναρράπτειν τὰ βλέφαρα Γαλην. 6. 21, 23.

Greek Monolingual

ἀναρράπτω (AM) ράπτω
(για πληγή) ράβω προς τα επάνω, συνδέω τα άκρα
μσν.
(για τοίχο) επιδιορθώνω, ξαναφτιάχνω.

German (Pape)

an-, zusammenflicken, Plut., l.d.