ἀνδραχθής: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0217.png Seite 217]] ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0217.png Seite 217]] ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui suffit pour la charge d'un homme, équivalent à la charge d'un homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[ἄχθος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδραχθής''': -ές, [[ἀνδροβαρής]], «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν [[ἕκαστος]] ἀνδρὸς ἂν εἴη [[ἄχθος]], ὅ ἐστι [[φόρτος]]» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C. | |lstext='''ἀνδραχθής''': -ές, [[ἀνδροβαρής]], «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν [[ἕκαστος]] ἀνδρὸς ἂν εἴη [[ἄχθος]], ὅ ἐστι [[φόρτος]]» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 12:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, loading a man, as much as a man can carry, χερμάδια Od.10.121; βώλακες A.R.3.1334; γόγγροι Eudox. ap. Ath.7.288c.
Spanish (DGE)
-ές
del peso máximo que puede coger un hombre χερμάδια Od.10.121, γόγγροι Eudox.Fr.318, βώλακες A.R.3.1334.
German (Pape)
[Seite 217] ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui suffit pour la charge d'un homme, équivalent à la charge d'un homme.
Étymologie: ἀνήρ, ἄχθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδραχθής: -ές, ἀνδροβαρής, «ἀνδραχθεῖς λίθοι οἱ ἀνδροβαρεῖς, ἢ ὧν ἕκαστος ἀνδρὸς ἂν εἴη ἄχθος, ὅ ἐστι φόρτος» Εὐστάθ. 1469, 50, 1651, 9· χερμάδια Ὀδ. Κ. 121· βώλακες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1334· γόγγροι Εὔδοξ. παρ’ Ἀθην. 288C.
English (Autenrieth)
ές (ἄχθος): man-burdening (heavy for a man to carry), ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν, Od. 10.121†.
Greek Monolingual
ἀνδραχθής, -ές (Α)
(για πράγματα)
1. αυτός που το βάρος του είναι περίπου ίσο με το βάρος ενός άνδρα
2. βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος» (πρβλ. δυσαχθής, βαρυαχθής, κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀνδραχθής: -ές (ἀνήρ, ἄχθος), αυτός που φορτώνει έναν άνθρωπο, τόσος όσος μπορεί να κουβαλήσει ένας άνδρας, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδραχθής: весом с человека, по друг. такой, который способен поднять человек, т. е. огромный (χερμάδια Hom.).