ἀνεμώκης: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] ες, windschnell, [[νεφέλη]] Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] ες, windschnell, [[νεφέλη]] Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />rapide comme le vent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]], [[ὠκύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεμώκης''': -ες, (ὠκύς) ταχὺς ὡς ὁ [[ἄνεμος]], νεφέλα Εὐρ. Φοίν. 163· δῖναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ [[ποδώκης]]. | |lstext='''ἀνεμώκης''': -ες, (ὠκύς) ταχὺς ὡς ὁ [[ἄνεμος]], νεφέλα Εὐρ. Φοίν. 163· δῖναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ [[ποδώκης]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ες, swift as the wind, νεφέλα E.Ph.163 (lyr.); δῖναι Ar.Av.697; κόρα Lyr.Adesp.106.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
ligero como el viento νεφέλα E.Ph.163, δῖναι Ar.Au.697, κόρα Lyr.Adesp.40.
German (Pape)
[Seite 223] ες, windschnell, νεφέλη Eur. Phoen. 1 64; δῖναι Ar. Av. 697.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
rapide comme le vent.
Étymologie: ἄνεμος, ὠκύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώκης: -ες, (ὠκύς) ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, νεφέλα Εὐρ. Φοίν. 163· δῖναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ ποδώκης.
Greek Monolingual
ἀνεμώκης, -ες (Α)
ταχύς, γρήγορος σαν τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + -ώκης < ώκος «ταχύς» (πρβλ. ωκύς)].
Greek Monotonic
ἀνεμώκης: -ες (ὠκύς), ταχύς, γρήγορος όπως ο άνεμος, σε Ευρ., Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμώκης: быстрый как ветер (νεφέλα Eur.; δῖναι Arph.).