ἀνενεργησία: Difference between revisions
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] ἡ, die Unwirksamkeit, Sext. Emp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] ἡ, die Unwirksamkeit, Sext. Emp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνενεργησία:''' ἡ [[бездеятельность]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀνενεργησία]])<br /><b>1.</b> η [[απραξία]], η [[αδράνεια]]<br /><b>2.</b> <b>Θεολ.</b> η [[αποφυγή]] της πολυπραγμοσύνης, η χριστιανική [[γαλήνη]] και [[ηρεμία]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[έλλειψη]] αποτελεσματικότητας, η [[αδυναμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[έλλειψη]] άσκησης, προετοιμασίας. | |mltxt=η (AM [[ἀνενεργησία]])<br /><b>1.</b> η [[απραξία]], η [[αδράνεια]]<br /><b>2.</b> <b>Θεολ.</b> η [[αποφυγή]] της πολυπραγμοσύνης, η χριστιανική [[γαλήνη]] και [[ηρεμία]]<br /><b>μσν.</b><br />η [[έλλειψη]] αποτελεσματικότητας, η [[αδυναμία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[έλλειψη]] άσκησης, προετοιμασίας. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:43, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, want of exercise, Sor.1.106; inactivity, Alex.Aphr.de An.74.27; as criticism of Sceptics by Stoics, Stoic.2.36.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 inactividad, falta de ejercicio físico Sor.80.14, Alex.Aphr.de An.74.27
•inactividad, serenidad en el bautismo τῆς ἐνθέου ζωῆς Dion.Ar.EH M.3.396A, esp. de la contemplación, Dion.Ar.Myst.M.3.1001A.
2 pasividad, inacción de los estoicos, Chrysipp.Stoic.2.36, en los escritos de los epicúreos, Phld.AS p.101.
German (Pape)
[Seite 223] ἡ, die Unwirksamkeit, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνενεργησία: ἡ бездеятельность Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενεργησία: ἡ, κατάστασις τοῦ ἀνενεργοῦς, τὸ μὴ ἀποτελεσματικόν, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 161.
Greek Monolingual
η (AM ἀνενεργησία)
1. η απραξία, η αδράνεια
2. Θεολ. η αποφυγή της πολυπραγμοσύνης, η χριστιανική γαλήνη και ηρεμία
μσν.
η έλλειψη αποτελεσματικότητας, η αδυναμία
αρχ.
η έλλειψη άσκησης, προετοιμασίας.