ἀνθέρικος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0231.png Seite 231]] ὁ, dasselbe, Theophr., bei dem es auch ein Zwiebelgewächs ist; neben [[μαλάχη]] Plut. S. S. conv. 14; Eupol. bei Plut. Symp. 4, 1; der Stengel, bes. des Asphodelos, Nic. Th. 585; Arat. 1060.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0231.png Seite 231]] ὁ, dasselbe, Theophr., bei dem es auch ein Zwiebelgewächs ist; neben [[μαλάχη]] Plut. S. S. conv. 14; Eupol. bei Plut. Symp. 4, 1; der Stengel, bes. des Asphodelos, Nic. Th. 585; Arat. 1060.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθέρῐκος:''' ὁ Plut. = [[ἀνθερίκη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθέρικος]], ο (Α) [[αθήρ]]<br /><b>1.</b> ο [[μίσχος]], το [[κοτσάνι]] διαφόρων [[φυτών]] και ειδικά του ασφόδελου<br /><b>2.</b> το [[άνθος]], ο [[καρπός]] ή το [[καλάμι]] του ασφόδελου<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[ασφόδελος]].
|mltxt=[[ἀνθέρικος]], ο (Α) [[αθήρ]]<br /><b>1.</b> ο [[μίσχος]], το [[κοτσάνι]] διαφόρων [[φυτών]] και ειδικά του ασφόδελου<br /><b>2.</b> το [[άνθος]], ο [[καρπός]] ή το [[καλάμι]] του ασφόδελου<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[ασφόδελος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθέρῐκος:''' ὁ Plut. = [[ἀνθερίκη]].
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθέρῐκος Medium diacritics: ἀνθέρικος Low diacritics: ανθέρικος Capitals: ΑΝΘΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: anthérikos Transliteration B: antherikos Transliteration C: antherikos Beta Code: a)nqe/rikos

English (LSJ)

ὁ, A flowering stem of asphodel, Thphr.HP7.13.2, cf. Hp. Coac.491, Hellanic.67 J., Longus1.10; and so prob. ἐξ ἀνθερίκων in Hdt.4.190, which others refer to ἀνθέριξ. 2 flower-head of asphodel, Dsc.2.169. 3 the plant itself, asphodel, Cratin.325, Eup. 14.5. II = ἀνθέριξ 1, Sch.Arat.1060.

Spanish (DGE)

(ἀνθέρῐκος) -ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἀνθερικός Cratin.212A; ἀνθερίσκος AB 403, Phot.p.138R.
I 1tallo de asfódelo o gamón οἰκήματα δὲ σύμπηκτα ἐξ ἀνθερίκων Hdt.4.190, cf. Hp.Coac.491, Hellanic.67, Thphr.HP 7.13.2, Theoc.1.52, Plin.HN 21.109, Longus 1.10, AB l.c., Phot.l.c.
2 planta del asfódelo νάπαισι δ' ἀνθερικὸς ἐνηβᾷ Cratin.l.c., cf. Eup.14.5, Alciphr.2.9.2, PMag.4.1311.
3 fruto del asfódelo ἐπινήχεται ἀνθέρικος ὥς flota como un asfódelo de Delos, Call.Del.193, cf. Sch.ad loc., Apollod.Hist.234
flor y fruto del asfódelo Dsc.2.169.
II espiga Sch.Arat.1060M.
• Etimología: Tal vez en esta palabra se han cruzado dos raíces ἀνθ- y ἀθ- que darían respectivamente las dos acepciones ‘asfódelo’ (cf. ἄνθος) y ‘espiga’ (cf. ἀθήρ). Ello tal vez ayudaría a explicar la forma ἀνθ- por ἀθ- en ἀνθέρικος, ἀνθήριξ. Cf. ἀθήρ.

German (Pape)

[Seite 231] ὁ, dasselbe, Theophr., bei dem es auch ein Zwiebelgewächs ist; neben μαλάχη Plut. S. S. conv. 14; Eupol. bei Plut. Symp. 4, 1; der Stengel, bes. des Asphodelos, Nic. Th. 585; Arat. 1060.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθέρῐκος: ὁ Plut. = ἀνθερίκη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθέρικος: ὁ, ἡ καλάμη τοῦ ἀσφοδέλου, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 13, 2, πρβλ. Ἑλλάνικ. 93 (ἐν Ἱστορικ. Ἀποσπ. Μυλλέρου)· καὶ οὕτω πιθαν. ἐξ ἀνθερίκων ἐν Ἡροδ. 4. 190, ὅπερ ἄλλοι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ ἀνθέριξ. 2) τὀ ἄνθος τοῦ ἀσφοδέλου, Διοσκ. 2. 199. 3) αὐτὸ τὸ φυτὸν ὁ ἀσφόδελος, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 1, 5. ΙΙ. τὸ ἄνθος τῆς σκίλλης, αὕτως δ’ ἀνθέρικος τριχθὰ σκίλλης ὑπερανθεῖ, «ἀνθέρικον νῦν εἴρηκε τὸ ἄνθος τῆς σκίλλης· κυρίως γὰρ τὸ ἄκρον τῶν ἀσταχύων» (Σχόλ.) Ἄρατ. 1060.

Greek Monolingual

ἀνθέρικος, ο (Α) αθήρ
1. ο μίσχος, το κοτσάνι διαφόρων φυτών και ειδικά του ασφόδελου
2. το άνθος, ο καρπός ή το καλάμι του ασφόδελου
3. το φυτό ασφόδελος.