ἀνθρωπίζω: Difference between revisions
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] sich wie ein Mensch betragen, wie ein Mensch handeln, Luc. Demon. 21, im Ggstz von κυνᾶν, auch im med., Ar. B. A. 82 u. Poll. 2, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] sich wie ein Mensch betragen, wie ein Mensch handeln, Luc. Demon. 21, im Ggstz von κυνᾶν, auch im med., Ar. B. A. 82 u. Poll. 2, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> vivre <i>ou</i> se conduire comme un homme;<br /><b>2</b> être <i>ou</i> devenir homme;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνθρωπίζομαι vivre en homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρωπίζω''': μέλλ. -ίσω, ἐνεργῶ ὡς [[ἄνθρωπος]], φέρομαι ὡς [[ἄνθρωπος]], εἶμαι [[φιλάνθρωπος]], Ἀρχυτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 22· ἀντίθετ. τῶ [[κυνάω]], Δημῶναξ, οὐ κυνᾷς, ἀπεκρίνατο, Περεγρῖνε, οὐκ ἀνθρωπίζεις Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 21: - [[οὕτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 100. ΙΙ. Μέσ., [[γίγνομαι]] [[ἄνθρωπος]], Ἐκκλ.: - καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀνθ. Π. 1. 105. | |lstext='''ἀνθρωπίζω''': μέλλ. -ίσω, ἐνεργῶ ὡς [[ἄνθρωπος]], φέρομαι ὡς [[ἄνθρωπος]], εἶμαι [[φιλάνθρωπος]], Ἀρχυτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 22· ἀντίθετ. τῶ [[κυνάω]], Δημῶναξ, οὐ κυνᾷς, ἀπεκρίνατο, Περεγρῖνε, οὐκ ἀνθρωπίζεις Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 21: - [[οὕτως]] ἐν μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 100. ΙΙ. Μέσ., [[γίγνομαι]] [[ἄνθρωπος]], Ἐκκλ.: - καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀνθ. Π. 1. 105. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:30, 2 October 2022
English (LSJ)
A act like a man, play the man, Archyt. ap. D.L.3.22; opp. κυνάω, Luc. Demon.21: -so in Med., Ar.Fr.37. II Pass., become man, Alex.Aphr.in Top.137.27, Simp.inPh.1138.28:—so in Act., AP1.105.
Spanish (DGE)
1 actuar como hombre Archyt.Fr.Sp.(1, p.562), op. κυνάω Luc.Demon.21.
2 en v. med. hacerse hombre Ar.Fr.37, Alex.Aphr.in Top.137.27, Gr.Naz.M.36.97C, Simp.in Ph.1138.28, Leont.H.Nest.M.86.1524B
•en v. act. AP 1.105.
German (Pape)
[Seite 234] sich wie ein Mensch betragen, wie ein Mensch handeln, Luc. Demon. 21, im Ggstz von κυνᾶν, auch im med., Ar. B. A. 82 u. Poll. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
1 vivre ou se conduire comme un homme;
2 être ou devenir homme;
Moy. ἀνθρωπίζομαι vivre en homme.
Étymologie: ἄνθρωπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπίζω: μέλλ. -ίσω, ἐνεργῶ ὡς ἄνθρωπος, φέρομαι ὡς ἄνθρωπος, εἶμαι φιλάνθρωπος, Ἀρχυτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 22· ἀντίθετ. τῶ κυνάω, Δημῶναξ, οὐ κυνᾷς, ἀπεκρίνατο, Περεγρῖνε, οὐκ ἀνθρωπίζεις Λουκ. Δημώνακτ. βίος 21: - οὕτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 100. ΙΙ. Μέσ., γίγνομαι ἄνθρωπος, Ἐκκλ.: - καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀνθ. Π. 1. 105.
Greek Monolingual
(Α ἀνθρωπίζω)
νεοελλ.
1. ανθρωπεύω
2. (μτβ.) εξανθρωπίζω
αρχ.
1. ζω και συμπεριφέρομαι σαν άνθρωπος, όπως ταιριάζει σε άνθρωπο
2. (παθ., -ομαι)
γίνομαι άνθρωπος.
Greek Monotonic
ἀνθρωπίζω: μέλ. -ίσω, είμαι ή πράττω ως άνθρωπος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπίζω:
1) тж. med. Arst., Luc., Diog. L. = ἀνθρωπεύομαι;
2) принимать образ человека Anth.
Middle Liddell
to be or act like a man, Luc.