ἀντιχαίρω: Difference between revisions
ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=en v. med.-pas. [[alegrar en compensación]] Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.<i>Ant</i>.149. | |dgtxt=en v. med.-pas. [[alegrar en compensación]] Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.<i>Ant</i>.149. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. ao. Pass. fém.</i> ἀντιχαρεῖσα;<br />payer de retour l'amour de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[χαίρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιχαίρω''': [[χαίρω]] καὶ [[αὐτός]] ὁμοίως, συμμερίζομαι τὴν χαράν τινος, Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ (κατὰ τὸν Blaydes, ἄρτι χαρεῖσα˙Ϗ ὁ δὲ Schmidt γράφει ἄρτι φανεῖσα) Σοφ. Ἀντ. 149˙ περὶ τοῦ τύπου ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[χαίρω]]. | |lstext='''ἀντιχαίρω''': [[χαίρω]] καὶ [[αὐτός]] ὁμοίως, συμμερίζομαι τὴν χαράν τινος, Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ (κατὰ τὸν Blaydes, ἄρτι χαρεῖσα˙Ϗ ὁ δὲ Schmidt γράφει ἄρτι φανεῖσα) Σοφ. Ἀντ. 149˙ περὶ τοῦ τύπου ἴδε τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[χαίρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:15, 2 October 2022
English (LSJ)
rejoice in turn or answer, Νίκα ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.Ant. 149.
Spanish (DGE)
en v. med.-pas. alegrar en compensación Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.Ant.149.
French (Bailly abrégé)
part. ao. Pass. fém. ἀντιχαρεῖσα;
payer de retour l'amour de.
Étymologie: ἀντί, χαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχαίρω: χαίρω καὶ αὐτός ὁμοίως, συμμερίζομαι τὴν χαράν τινος, Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ (κατὰ τὸν Blaydes, ἄρτι χαρεῖσα˙Ϗ ὁ δὲ Schmidt γράφει ἄρτι φανεῖσα) Σοφ. Ἀντ. 149˙ περὶ τοῦ τύπου ἴδε τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα χαίρω.
Greek Monolingual
(Α ἀντιχαίρω)
νεοελλ.
αντιχαίρετε
απάντηση στον χαιρετισμό χαίρετε
αρχ.
χαίρομαι και εγώ, συμμερίζομαι τη χαρά κάποιου.
Greek Monotonic
ἀντιχαίρω: χαίρομαι σε απάντηση προς, τινί, σε Σοφ. (Στην μτχ. Παθ. αορ. βʹ ἀντιχᾰρείς).
Russian (Dvoretsky)
ἀντιχαίρω: ликующе идти навстречу (τινί Soph.).
Middle Liddell
[in aor.2 pass. part. ἀντιχαρείς.]
to rejoice in answer to, τινί Soph.