ἀργυροστερής: Difference between revisions
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀργῠροστερής) -ές [[que priva a uno del dinero]], [[βίος]] A.<i>Ch</i>.1002. | |dgtxt=(ἀργῠροστερής) -ές [[que priva a uno del dinero]], [[βίος]] A.<i>Ch</i>.1002. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui dépouille qqn de son argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[στερίσκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠροστερής''': -ές, ([[στερέω]]) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, [[ἤτοι]] τοῦ ἀργυρίου [[αὐτοῦ]], [[βίος]] ἀργ., [[βίος]] λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002. | |lstext='''ἀργῠροστερής''': -ές, ([[στερέω]]) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, [[ἤτοι]] τοῦ ἀργυρίου [[αὐτοῦ]], [[βίος]] ἀργ., [[βίος]] λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (στερέω) robbing of silver, βίος ἀργυροστερής = a robber's life, A.Ch.1002.
Spanish (DGE)
(ἀργῠροστερής) -ές que priva a uno del dinero, βίος A.Ch.1002.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui dépouille qqn de son argent.
Étymologie: ἄργυρος, στερίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροστερής: -ές, (στερέω) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, ἤτοι τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, βίος ἀργ., βίος λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.
Greek Monolingual
ἀργυροστερής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» — η ζωή του ληστή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ].
Greek Monotonic
ἀργῠροστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερεί από κάποιον το ασήμι, δηλ. τα χρήματά του, ο ληστής· βίος ἀργυροστερής, ο τρόπος ζωής ληστή, ληστρικός βίος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠροστερής: отнимающий (чужие) деньги, т. е. разбойничий (βίος Aesch.).