ἀσκωλιασμός: Difference between revisions
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=askoliasmos | |Transliteration C=askoliasmos | ||
|Beta Code=a)skwliasmo/s | |Beta Code=a)skwliasmo/s | ||
|Definition=ὁ, [[leaping on greased wineskins]], | |Definition=ὁ, [[leaping on greased wineskins]], Poll.9.21. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, leaping on greased wineskins, Poll.9.21.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
concurso de salto a la pata coja sobre odres engrasados en fiestas dionisiacas, Poll.9.121, Sud.
German (Pape)
[Seite 372] ὁ, das Tanzen u. Springen auf einem Beine, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκωλιασμός: ὁ, «ὁ δ’ ἀσκωλιασμὸς τοῦ ἑτέρου ποδὸς αἰωρουμένου κατὰ μόνου τοῦ ἑταίρου πηδᾶν ἐποίει, ὅπερ ἀσκωλιάζειν ὠνόμαζον, ἤτοι εἰς μῆκος ἡμιλλῶντο, ἢ ὁ μὲν ἐδίωκεν οὕτως, οἱ δ’ ὑπέφευγον ἐπ’ ἀμφοῖν θέοντες, ἕως τινὸς τῷ φερομένῳ ποδὶ ὁ διώκων δυνηθῇ τυχεῖν, ἢ καὶ πάντες ἐπήδων ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα· προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ νικᾶν = Πολυδ. Θ΄, 121. Ἡ παιδιὰ αὕτη σήμερον ὀνομᾴζεται «κουτσαλωνάκι».
Greek Monolingual
ἀσκωλιασμός, ο (Α) ασκωλιάζω
το πήδημα επάνω σε ασκί.