ἀφανιστής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0407.png Seite 407]] ὁ, Vertilger, Zerstörer, Plut. de aer. al. 4. l d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0407.png Seite 407]] ὁ, Vertilger, Zerstörer, Plut. de aer. al. 4. l d.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui fait disparaître, qui détruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφανίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφανιστής''': -οῦ, ὁ [[καταστροφεύς]], ὕποπτον ἐν Πλουτ. 2. 828F, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 175, κτλ.· θηλ. ἀφανίστρια Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 187, Σχόλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· ― [[ἐντεῦθεν]], ἀφανιστικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Συνέσ. 98Β, Σχόλ. εἰς Αισχύλ. Θήβ. 145· καὶ ἐπίρρ. -κῶς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 220.
|lstext='''ἀφανιστής''': -οῦ, ὁ [[καταστροφεύς]], ὕποπτον ἐν Πλουτ. 2. 828F, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 175, κτλ.· θηλ. ἀφανίστρια Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 187, Σχόλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· ― [[ἐντεῦθεν]], ἀφανιστικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Συνέσ. 98Β, Σχόλ. εἰς Αισχύλ. Θήβ. 145· καὶ ἐπίρρ. -κῶς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 220.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui fait disparaître, qui détruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφανίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφᾰνιστής Medium diacritics: ἀφανιστής Low diacritics: αφανιστής Capitals: ΑΦΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: aphanistḗs Transliteration B: aphanistēs Transliteration C: afanistis Beta Code: a)fanisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, destroyer, dub. l. in Plu.2.828f, cf. Sch.A.Th.175, etc.; scavenger, PLond.2.387.9 (iii A. D.):—fem. ἀφανίστρια, Sch.Opp.H.2.487:—hence ἀφανιστικός, ή, όν, causing to disappear, τινός A.D.Pron.33.15; τριχῶν Archig. ap. Aët.6.63, cf. Crito ap.Gal.12.447; destroying, Sch.A.Th.145. Adv. ἀφανιστικῶς Sch.Il.21.220, al.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 destructor οἱ ἀφανισταί los que arruinan dicho de los acreedores, Plu.2.828f, ἀφανισταὶ τῶν κακῶν de los dioses, Sch.A.Th.174-176, de ciertos peces, Sch.Opp.H.2.421, cf. A.Andr.A 9 (p.51.16), Epiph.Const.Haer.42.11 (p.140.28).
2 corruptor, A.Thom.A.106 (p.218.12).
3 sent. dud. quizá basurero, PLond.387.9 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 407] ὁ, Vertilger, Zerstörer, Plut. de aer. al. 4. l d.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui fait disparaître, qui détruit.
Étymologie: ἀφανίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφανιστής: -οῦ, ὁ καταστροφεύς, ὕποπτον ἐν Πλουτ. 2. 828F, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 175, κτλ.· θηλ. ἀφανίστρια Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 187, Σχόλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 487· ― ἐντεῦθεν, ἀφανιστικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Συνέσ. 98Β, Σχόλ. εἰς Αισχύλ. Θήβ. 145· καὶ ἐπίρρ. -κῶς Σχόλ. εἰς Ἰλ. Φ. 220.

Greek Monolingual

ο (AM ἀφανιστής) αφανίζω
καταστροφέας, εξολοθρευτής.

Russian (Dvoretsky)

ἀφᾰνιστής: οῦ ὁ разрушитель (Plut. - v.l. δανειστής).