ἀσυνείκαστος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no puede compararse]] παρισαζόντων τὰ ἀσυνείκαστα Basil.M.32.133A.<br /><b class="num">2</b> [[ininteligible]] ἀ. πρὸς τὸ μαθεῖν ἀνθρώπῳ Sch.S.<i>Tr</i>.694P.<br /><b class="num">3</b> [[inabarcable]], [[inmenso]] φόρτον Epiph.Const.<i>Haer</i>.56.1<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no puede compararse]] παρισαζόντων τὰ ἀσυνείκαστα Basil.M.32.133A.<br /><b class="num">2</b> [[ininteligible]] ἀ. πρὸς τὸ μαθεῖν ἀνθρώπῳ Sch.S.<i>Tr</i>.694P.<br /><b class="num">3</b> [[inabarcable]], [[inmenso]] φόρτον Epiph.Const.<i>Haer</i>.56.1<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἀσυνείκαστον]] = [[inmensidad]] τὸ ἀ. καὶ μέγα τῆς θεότητος Didym.<i>Trin</i>.1.15.37.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυνεικάστως]] = [[sin parecido]] ἀπείρως καὶ ἀ. ... εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἔχειν Didym.<i>Trin</i>.2.7.3.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:16, 2 November 2022
English (LSJ)
ον, not to be guessed, unintelligible, Sch.S. Tr.694.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no puede compararse παρισαζόντων τὰ ἀσυνείκαστα Basil.M.32.133A.
2 ininteligible ἀ. πρὸς τὸ μαθεῖν ἀνθρώπῳ Sch.S.Tr.694P.
3 inabarcable, inmenso φόρτον Epiph.Const.Haer.56.1
•neutr. subst. τὸ ἀσυνείκαστον = inmensidad τὸ ἀ. καὶ μέγα τῆς θεότητος Didym.Trin.1.15.37.
II adv. ἀσυνεικάστως = sin parecido ἀπείρως καὶ ἀ. ... εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἔχειν Didym.Trin.2.7.3.3.
German (Pape)
[Seite 380] dunkel, Schol. Soph. Tr. 707.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνείκαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβάλῃ πρὸς ἄλλον, ἀσυνείκαστον φόρτον, ἐμβαλλομένη ναῦς Ἐπιφάν. 1. 477. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συνεικάσῃ, ἀνυπολόγιστος, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 694.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσυνείκαστος -ον) συνεικάζω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να συνεικάσει, να παραβάλει προς κάτι γνωστό, ο ανυπολόγιστος
νεοελλ.
1. απροσδόκητος, ανέλπιστος
2. ασύνετος
3. άπληστος.