ἁλιρραγής: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ῥήγνυμι]]<br />[[against]] [[which]] the sea breaks, Anth. | |mdlsjtxt=[ἅλς, [[ῥήγνυμι]]<br />[[against]] [[which]] the sea breaks, Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἁλιρραγεῖς σκόπελοι, <i>[[meerbrechend]]</i>, Philp. 67 (VII.383). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, (ῥήγνυμι) against which the tide breaks, σκόπελος AP7.383 (Phil.).
Spanish (DGE)
(ἁλιρρᾰγής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
donde rompe el mar σκόπελος AP 7.383 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
où se brise la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ῥήγνυμι.
Greek Monolingual
ἁλιρραγής, -ές και ἁλίρρηκτος, -ον (Α)
αυτός που επάνω του σπάζουν τα κύματα της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ραγής < ἐρράγην, ῥήγνυμι «θραύω, σπάζω, συντρίβω» — ο τ. ἁλίρρηκτος < ἁλι- + ρηκτός < ῥήγνυμι.
Greek Monotonic
ἁλιρρᾰγής: -ές (ἅλς, ῥήγνυμι), αυτό πάνω στο οποίο ξεσπά η θάλασσα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιρρᾰγής: разбивающий (т. е. о который разбиваются) морские волны (σκόπελος Anth.).
Middle Liddell
[ἅλς, ῥήγνυμι
against which the sea breaks, Anth.
German (Pape)
ἁλιρραγεῖς σκόπελοι, meerbrechend, Philp. 67 (VII.383).