ἐδάφιον: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=edafion
|Transliteration C=edafion
|Beta Code=e)da/fion
|Beta Code=e)da/fion
|Definition=τό, Dim. of ἔδαφος <span class="bibl">4</span>, Alex. Aphr.<span class="title">in Metaph.</span>738.17; τῶν κατηγοριῶν τὰ ἐ. <span class="bibl">Dexipp.<span class="title">in Cat.</span>5.14</span>, cf. <span class="bibl">Eust.1532.63</span>, <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>4.202</span>, Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>5.1</span>.
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[ἔδαφος]] 4, Alex. Aphr.''in Metaph.''738.17; τῶν κατηγοριῶν τὰ ἐ. Dexipp.''in Cat.''5.14, cf. Eust.1532.63, Tz.''H.''4.202, Sch.Pi.''O.''5.1.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐδᾰφιον Medium diacritics: ἐδάφιον Low diacritics: εδάφιον Capitals: ΕΔΑΦΙΟΝ
Transliteration A: edáphion Transliteration B: edaphion Transliteration C: edafion Beta Code: e)da/fion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἔδαφος 4, Alex. Aphr.in Metaph.738.17; τῶν κατηγοριῶν τὰ ἐ. Dexipp.in Cat.5.14, cf. Eust.1532.63, Tz.H.4.202, Sch.Pi.O.5.1.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 pequeño terreno κενὸν ἐ. IG 7.2808a.29 (Hieto III d.C.).
2 texto, edición, manuscrito ὁ ἐν τῷ ἐδαφίῳ ... γράφων Alex.Aphr.in Metaph.738.17, τῶν Κατηγοριῶν νενοηκέναι πρῶτον τὰ ἐδάφια ἀκριβῶς Dexipp.in Cat.5.14, αὕτη ἡ ᾠδὴ ἐν μὲν τοῖς ἐδαφίοις οὐκ ἦν Sch.Pi.O.5.inscr.a, cf. Aristid.Pro.129.4, 155.13, Tz.H.4.205
texto consagrado e.e. texto base τὸ ἐ. τοῦ Ἀποστόλου ἀναγνωσθῆναι Adam.Dial.224.

German (Pape)

[Seite 715] τό, dim. zum Folgdn, Grundtext, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐδάφιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔδαφος, χωρίον συγγραφέως ἐν βιβλίῳ, Εὐστ. 1532. 63.

Greek Monolingual

το (εδάφιον, AM ἐδάφιον)
χωρίο, σύντομο απόσπασμα ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον»)
νεοελλ.
(για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η υποδιαίρεση παραγράφου («το τρίτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του αριθμού 2 του νόμου ΑΧΕ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδαφος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. και χωρίον < χώρα + -ιον)].