ἐνστασία: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
 
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνστασία]], η (Α) [[ενίστημι]]<br />[[συγκέντρωση]] υγρού ή [[στάση]], [[εδραίωση]] ξένου σώματος σε [[σημείο]] του οργανισμού.
|mltxt=[[ἐνστασία]], η (Α) [[ενίστημι]]<br />[[συγκέντρωση]] υγρού ή [[στάση]], [[εδραίωση]] ξένου σώματος σε [[σημείο]] του οργανισμού.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[ἔνστασις]], Hippocr.
}}
}}

Latest revision as of 16:48, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνστᾰσία Medium diacritics: ἐνστασία Low diacritics: ενστασία Capitals: ΕΝΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: enstasía Transliteration B: enstasia Transliteration C: enstasia Beta Code: e)nstasi/a

English (LSJ)

ἡ, = ἔνστασις (beginning, plan, management, origin, institution, inheritance, lodgement, impaction, obstruction, interference, objection, opposition), Hp. Ep. 23.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
sede τὸ δὲ τῶν ὀμμάτων ὁρητικὸν ἐν πολυχίτωνι φωλεῦον ὑγροῦ ἐνστασίᾳ la propiedad visual de los ojos, oculta en una sede húmeda de varias capas Hp.Ep.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνστασία: ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἱππ. 1289. 10.

Greek Monolingual

ἐνστασία, η (Α) ενίστημι
συγκέντρωση υγρού ή στάση, εδραίωση ξένου σώματος σε σημείο του οργανισμού.

German (Pape)

ἡ, = ἔνστασις, Hippocr.