εὐτείχεος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux bonnes <i>ou</i> solides murailles, bien fortifié.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τεῖχος]].
|btext=ος, ον :<br />aux bonnes <i>ou</i> solides murailles, bien fortifié.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τεῖχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτείχεος:''' (acc. sing. εὐτείχεα) обнесенный крепкой стеной, крепкостенный ([[Τροίη]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐτείχεος:''' -ον ([[τεῖχος]]), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''εὐτείχεος:''' -ον ([[τεῖχος]]), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτείχεος:''' (acc. sing. εὐτείχεα) обнесенный крепкой стеной, крепкостенный ([[Τροίη]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-τείχεος, ον [[τεῖχος]]<br />well-[[walled]], Il.
|mdlsjtxt=εὐ-τείχεος, ον [[τεῖχος]]<br />well-[[walled]], Il.
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτείχεος Medium diacritics: εὐτείχεος Low diacritics: ευτείχεος Capitals: ΕΥΤΕΙΧΕΟΣ
Transliteration A: euteícheos Transliteration B: euteicheos Transliteration C: efteicheos Beta Code: eu)tei/xeos

English (LSJ)

ον, (τεῖχος) well-walled, Τροίη Il.1.129, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.

Russian (Dvoretsky)

εὐτείχεος: (acc. sing. εὐτείχεα) обнесенный крепкой стеной, крепкостенный (Τροίη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτείχεος: -ον, (τεῖχος) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, Ἴλιος Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ὡσαύτως, εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), ὅπερ ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ εὔτειχος, εος.

English (Autenrieth)

metapl. acc. sing. εὐτείχεα: well-walled, well-fortified, Il. 1.129, Il. 16.57.

Greek Monolingual

εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος του ευ-τειχής για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

εὐτείχεος: -ον (τεῖχος), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

εὐ-τείχεος, ον τεῖχος
well-walled, Il.