δασύστερνος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />à la poitrine velue.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[στέρνον]].
|btext=ος, ον :<br />à la poitrine velue.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[στέρνον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δασύστερνος''': -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ [[στῆθος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.
|elnltext=δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] met harige borst.
}}
{{elru
|elrutext='''δᾰσύστερνος:''' [[с косматой грудью]] (θῆρες Hes.; [[Νέσσος]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δασύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει δασύτριχο [[στήθος]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''δασύστερνος:''' -ον ([[στέρνον]]), αυτός που έχει δασύτριχο [[στήθος]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δᾰσύστερνος:''' [[с косматой грудью]] (θῆρες Hes.; [[Νέσσος]] Soph.).
|lstext='''δασύστερνος''': -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ [[στῆθος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.
}}
{{elnl
|elnltext=δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] met harige borst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσύστερνος Medium diacritics: δασύστερνος Low diacritics: δασύστερνος Capitals: ΔΑΣΥΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: dasýsternos Transliteration B: dasysternos Transliteration C: dasysternos Beta Code: dasu/sternos

English (LSJ)

ον, shaggy-breasted, Hes.Op.514; of Nessus, S. Tr.557; ὑμέναιοι, of a Satyr, Nonn.D.28.90.

Spanish (DGE)

(δᾰσύστερνος) -ον
de pecho peludo o velludo de fieras, Hes.Op.514, Νέσσος S.Tr.557, cf. Nonn.D.17.200, de leones, Nonn.D.2.45, 14.361, de una tribu india, Nonn.D.26.91, δεχνυμένη Σατύροιο δασυστέρνους ὑμεναίους aceptando unas bodas con un sátiro de velludo pecho Nonn.D.28.90, Πάν Nonn.D.42.197.

German (Pape)

[Seite 524] mit rauher, behaarter Brust, θῆρες Hes. O. 512; Νέσσος Soph. Tr. 557; sp. D., wie Nonn. D. 44, 918 λέαινα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la poitrine velue.
Étymologie: δασύς, στέρνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] met harige borst.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύστερνος: с косматой грудью (θῆρες Hes.; Νέσσος Soph.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύστερνος, -ον)
όποιος έχει στέρνο δασύ, τριχωτό
νεοελλ.
1. δασύστερνα, τα
ζώα με πυκνές τρίχες στο στέρνο
2. το αρσ. ως ουσ. δασύστερνος
γένος κολεόπτερων εντόμων.

Greek Monotonic

δασύστερνος: -ον (στέρνον), αυτός που έχει δασύτριχο στήθος, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

δασύστερνος: -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ στῆθος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.

Middle Liddell

στέρνον
shaggy-breasted, Hes.

English (Woodhouse)

with shaggy breast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)