διώνυμος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />dont le nom se répand au loin, fameux, renommé.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὄνομα]]. | |btext=ος, ον :<br />dont le nom se répand au loin, fameux, renommé.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὄνομα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διώνῠμος:''' [διά] широко известный, прославленный ([[εὐτυχία]] Plut.).<br />[[δίς]] двухименный, носящий два имени или называемый вместе (διώνυμοι θεαὶ Περοέφασσα καὶ [[Δαμάτηρ]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διώνῠμος:''' -ον ([[δίς]], [[ὄνυμα]]=[[ὄνομα]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[δύο]] ονόματα, ή [[δύο]] πρόσωπα, που πήραν το όνομά τους μαζί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ([[διά]]) [[διάσημος]], [[περίφημος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''διώνῠμος:''' -ον ([[δίς]], [[ὄνυμα]]=[[ὄνομα]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[δύο]] ονόματα, ή [[δύο]] πρόσωπα, που πήραν το όνομά τους μαζί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ([[διά]]) [[διάσημος]], [[περίφημος]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [δίς, [[ὄνυμα]] = [[ὄνομα]]<br /><b class="num">I.</b> with two names, or, of two persons, named [[together]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> (διά) far-famed, Plut. | |mdlsjtxt=<i>adj</i> [δίς, [[ὄνυμα]] = [[ὄνομα]]<br /><b class="num">I.</b> with two names, or, of two persons, named [[together]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> (διά) far-famed, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα) A with two names, D.T.636.11 (s.v.l.); or, of two persons, named together, θεαί E.Ph.683 (lyr.). II (διά) far-famed, εὐτυχία Plu.Tim.30; στρατηγός App.BC4.54; χῶρος J.BJ 5.1.3.
Spanish (DGE)
(διώνῠμος) -ον
1 nombrado emparejado θεαί de Perséfone y Deméter, E.Ph.683.
2 de dos nombres διώνυμός εἰμι IMEG 21.11, cf. 9 (II d.C.), Sch.Er.Il.15.336c, Nonn.Par.Eu.Io.11.16, en disputas religiosas, Ath.Al.M.26.480A
•de fórmulas onomásticas romanas πόθεν διώνυμοι καὶ τριώνυμοι οἱ ἀρχαῖοι ἐχρημάτιζον Lyd.Mag.p.4.27, cf. 1.21 tít.
•gram. que tiene doble denominación A.D.Pron.4.11, Eust.351.25, Tz.Metr.Pind.33.9
•subst. (τὸ) δ. gram. denominación doble aplicada a un solo individuo como Ἀλέξανδρος / Πάρις D.T.637.1, op. ἐπώνυμον Sch.D.T.238.16, Βριάρεως / Αἰγίων Eust.124.24, cf. Sch.Er.Il.1.403, dionyma, ut ... Astyanax Scamandrios ... sicut apud nos Numa Pompilius, Tullus Hostilius Diom.322.1
•tb. de la fórmula n. y epít. como Φοῖβος / Ἀπόλλων D.T.637.3.
-ον
renombrado εὐτυχία Plu.Tim.30, χῶρος I.BI 5.17, de pers. στρατηγός App.BC 4.54, Πρίσκος Gr.Nyss.Eun.1.34, Ζαχαρίας Amph.Seleuc.282 (dud., cf. 1 διώνυμος).
• Etimología: Comp. de διά y ὄνομα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le nom se répand au loin, fameux, renommé.
Étymologie: διά, ὄνομα.
Russian (Dvoretsky)
διώνῠμος: [διά] широко известный, прославленный (εὐτυχία Plut.).
δίς двухименный, носящий два имени или называемый вместе (διώνυμοι θεαὶ Περοέφασσα καὶ Δαμάτηρ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
διώνῠμος: -ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα) ἔχων δύο ὀνόματα ἢ ἐπὶ δύο προσώπων ὁμοῦ ὀνομασθέντων, Εὐρ. Φοιν. 683. ΙΙ. (διὰ) διάσημος, περίφημος, Πλούτ. Τιμολ. 30, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 54.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διώνυμος, -ον)
αυτός που έχει δύο ονόματα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διώνυμο
αλγεβρική παράσταση συντιθέμενη από δύο όρους, μονώνυμα ενωμένα με το σύμβολο της πρόσθεσης ή της αφαίρεσης
αρχ.
διάσημος, περίφημος.
Greek Monotonic
διώνῠμος: -ον (δίς, ὄνυμα=ὄνομα),·
I. αυτός που έχει δύο ονόματα, ή δύο πρόσωπα, που πήραν το όνομά τους μαζί, σε Ευρ.
II. (διά) διάσημος, περίφημος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
adj [δίς, ὄνυμα = ὄνομα
I. with two names, or, of two persons, named together, Eur.
II. (διά) far-famed, Plut.