δεκαέτηρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />décennal.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἔτος]].
|btext=ος, ον :<br />décennal.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἔτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δεκαέτηρος:''' Plat. = [[δεκαετής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεκαέτηρος:''' -ον ([[ἔτος]]), αυτός που έχει χρονική [[διάρκεια]] [[δέκα]] ετών, [[δεκαετής]], [[δεκάχρονος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δεκαέτηρος:''' -ον ([[ἔτος]]), αυτός που έχει χρονική [[διάρκεια]] [[δέκα]] ετών, [[δεκαετής]], [[δεκάχρονος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκαέτηρος:''' Plat. = [[δεκαετής]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔτος]]<br />ten-[[yearly]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ἔτος]]<br />ten-[[yearly]], Plat.
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκαέτηρος Medium diacritics: δεκαέτηρος Low diacritics: δεκαέτηρος Capitals: ΔΕΚΑΕΤΗΡΟΣ
Transliteration A: dekaétēros Transliteration B: dekaetēros Transliteration C: dekaetiros Beta Code: dekae/thros

English (LSJ)

ον, (ἔτος) ten-yearly: χρόνος δεκαέτηρος = a space of ten years. Pl.Lg.772b codd.:— fem. δεκαετηρὶς πανήγυρις D.C.57.24: more freq. as substantive, period of ten years, prob. in Pl.l.c., Vett. Val.252.9, OGI722 (Egypt, iv A.D.):— also δεκαετηρία, ἡ, title of Orphic work, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
de diez años χρόνος Pl.Lg.772b (cód.), cf. δεκέτηρος.

German (Pape)

[Seite 542] χρόνος, eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décennal.
Étymologie: δέκα, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

δεκαέτηρος: Plat. = δεκαετής.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαέτηρος: -ον, (ἔτος) ὁ δέκα ἔτη μακρός, χρόνος δ., χρονικὴ περίοδος δέκα ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς πανήγυρις, ἡ διὰ δέκα ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - ὡσαύτως δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.

Greek Monolingual

δεκαέτηρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα ετών
2. «χρόνος δεκαέτηρος» — διάστημα χρονικό δέκα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ετηρος < έτος (πρβλ. τριέτηρος)].

Greek Monotonic

δεκαέτηρος: -ον (ἔτος), αυτός που έχει χρονική διάρκεια δέκα ετών, δεκαετής, δεκάχρονος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἔτος
ten-yearly, Plat.