δέκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui accueille, gén..<br />'''Étymologie:''' [[δέχομαι]].
|btext=ορος (ὁ) :<br />qui accueille, gén..<br />'''Étymologie:''' [[δέχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δέκτωρ''': -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[δέκτης]], ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204.
|elnltext=δέκτωρ -ορος, ὁ [δέχομαι] ontvanger.
}}
{{elru
|elrutext='''δέκτωρ:''' ορος ὁ принимающий на себя, т. е. покровитель, защитник (αἵματος νέου Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δέκτωρ:''' -ορος, ὁ, ποιητ. αντί [[δέκτης]], [[κάποιος]] που αναλαμβάνει ο [[ίδιος]] ή δέχεται πάνω του· <i>αἵματος δ.νέου</i>, [[υπερασπιστής]] αίματος που χύθηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δέκτωρ:''' -ορος, ὁ, ποιητ. αντί [[δέκτης]], [[κάποιος]] που αναλαμβάνει ο [[ίδιος]] ή δέχεται πάνω του· <i>αἵματος δ.νέου</i>, [[υπερασπιστής]] αίματος που χύθηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δέκτωρ:''' ορος ὁ принимающий на себя, т. е. покровитель, защитник (αἵματος νέου Aesch.).
|lstext='''δέκτωρ''': -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[δέκτης]], ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204.
}}
{{elnl
|elnltext=δέκτωρ -ορος, ὁ [δέχομαι] ontvanger.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />one who takes [[upon]] [[himself]] or on his own [[head]], αἵματος δ. νέου Aesch.
|mdlsjtxt=<br />one who takes [[upon]] [[himself]] or on his own [[head]], αἵματος δ. νέου Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέκτωρ Medium diacritics: δέκτωρ Low diacritics: δέκτωρ Capitals: ΔΕΚΤΩΡ
Transliteration A: déktōr Transliteration B: dektōr Transliteration C: dektor Beta Code: de/ktwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, one who takes upon himself or on his own head, αἵματος δ. νέου A.Eu.204.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
que acoge, de donde protector ὑπέστης αἵματος δ. νέου fuiste protector de un nuevo crimen ref. a Apolo, A.Eu.204.

German (Pape)

[Seite 543] ορος, ὁ, der etwas auf sich nimmt; νέου αἵματος, Vertheidiger frisch vergossenen Blutes, Aesch. Eum. 195.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui accueille, gén..
Étymologie: δέχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέκτωρ -ορος, ὁ [δέχομαι] ontvanger.

Russian (Dvoretsky)

δέκτωρ: ορος ὁ принимающий на себя, т. е. покровитель, защитник (αἵματος νέου Aesch.).

Greek Monolingual

δέκτωρ, ο (Α) δέχομαι
φρ. «αἵματος δέκτωρ νέου» — αυτός που παίρνει επάνω του τον νέο φόνο (Αισχύλ.).

Greek Monotonic

δέκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί δέκτης, κάποιος που αναλαμβάνει ο ίδιος ή δέχεται πάνω του· αἵματος δ.νέου, υπερασπιστής αίματος που χύθηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δέκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δέκτης, ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204.

Middle Liddell


one who takes upon himself or on his own head, αἵματος δ. νέου Aesch.