αἱμακτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />ensanglanté.<br />'''Étymologie:''' [[αἱμάσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[αἱμακτός]] -ή -όν [[αἱμάττω]] van bloed, bloed-.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμακτός:''' [[смешанный с кровью]], [[кровавый]] (ῥανίδες Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἱμάσσω]], αυτός που έχει αναμιχθεί με [[αίμα]], αυτός που αποτελείται από [[αίμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''αἱμακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἱμάσσω]], αυτός που έχει αναμιχθεί με [[αίμα]], αυτός που αποτελείται από [[αίμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμακτός:''' [[смешанный с кровью]], [[кровавый]] (ῥανίδες Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱμάσσω]]<br />[[mingled]] with [[blood]], of [[blood]], Eur.
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[αἱμάσσω]]<br />[[mingled]] with [[blood]], of [[blood]], Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[αἱμακτός]] -ή -όν [[αἱμάττω]] van bloed, bloed-.
}}
}}

Revision as of 10:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμακτός Medium diacritics: αἱμακτός Low diacritics: αιμακτός Capitals: ΑΙΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: haimaktós Transliteration B: haimaktos Transliteration C: aimaktos Beta Code: ai(makto/s

English (LSJ)

ή, όν, mingled with blood, of blood, E.IT645 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
sangriento χερνίβων ῥανίσι ... αἱμακταῖς E.IT 645.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ensanglanté.
Étymologie: αἱμάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμακτός -ή -όν αἱμάττω van bloed, bloed-.

Russian (Dvoretsky)

αἱμακτός: смешанный с кровью, кровавый (ῥανίδες Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμακτός: ή, ήν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ αἱμάσσω, ἀναμεμιγμένος αἵματι, ἐξ αἵματος ἀποτελούμενος, Εὐρ. Ι. Τ. 644.

Greek Monotonic

αἱμακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱμάσσω, αυτός που έχει αναμιχθεί με αίμα, αυτός που αποτελείται από αίμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

verb. adj. of αἱμάσσω
mingled with blood, of blood, Eur.