διαισθάνομαι: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=<i>ao.2</i> διῃσθόμην, <i>etc.</i><br />percevoir distinctement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αἰσθάνομαι]]. | |btext=<i>ao.2</i> διῃσθόμην, <i>etc.</i><br />percevoir distinctement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αἰσθάνομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δι-αισθάνομαι goed opmerken, onderscheiden. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαισθάνομαι:''' (aor. 2 διῃσθόμην) (ясно) воспринимать, различать, распознавать (τι Plat., Arst., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διαισθάνομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[αντιλαμβάνομαι]], [[καταλαβαίνω]] [[σαφώς]], [[διακρίνω]] εντελώς, <i>τι</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''διαισθάνομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[αντιλαμβάνομαι]], [[καταλαβαίνω]] [[σαφώς]], [[διακρίνω]] εντελώς, <i>τι</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διαισθάνομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ., καθαρῶς ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], [[διακρίνω]] ἐντελῶς, τι Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, Σοφ. 253D, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[perceive]] [[distinctly]], [[distinguish]] [[perfectly]], τι Plat. | |mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[perceive]] [[distinctly]], [[distinguish]] [[perfectly]], τι Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 2 October 2022
English (LSJ)
perceive distinctly, distinguish, τι Pl.Sph.253d; τὰς διαφοράς Arist.GA780b17, al.; διάστημα Aristox.Harm.p.14 M.: abs., Pl.Phdr.250b.
Spanish (DGE)
percibir claramente, distinguir, discernir μίαν ἰδέαν Pl.Sph.253d, τά τε ἀδύνατα ... καὶ τὰ δυνατά Pl.R.360e, τῶν στοιχείων ἕκαστον Pl.Plt.277e, cf. Ti.87c, τὰς διαφοράς Arist.GA 780b17, cf. Plu.2.562b, τὰ διαπεφορημένα καὶ διεστραμμένα τῶν εἰδώλων Arist.Diu.Som.464b13, ὁπόσα τῶν Ἀχαιῶν ἐν Αὐλίδι διῄσθετο Philostr.Her.24.20
•abs. διὰ τὸ μὴ ἱκανῶς διαισθάνεσθαι por la insuficiencia de sus percepciones Pl.Phdr.250b.
German (Pape)
[Seite 580] (s. αἰσθάνομαι), deutlich wahrnehmen, unterscheiden, Plat. Soph. 253 d, ἱκανῶς, u. öfter; τὰς διαφορὰς τῶν ὁρωμένων Arist. gen. anim. 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διῃσθόμην, etc.
percevoir distinctement, acc..
Étymologie: διά, αἰσθάνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αισθάνομαι goed opmerken, onderscheiden.
Russian (Dvoretsky)
διαισθάνομαι: (aor. 2 διῃσθόμην) (ясно) воспринимать, различать, распознавать (τι Plat., Arst., Plut.).
Greek Monolingual
(AM διαισθάνομαι)
προβλέπω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι με το υποσυνείδητο
αρχ.
κατανοώ, καταλαβαίνω πολύ καλά.
Greek Monotonic
διαισθάνομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω σαφώς, διακρίνω εντελώς, τι, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαισθάνομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ., καθαρῶς ἐννοῶ, καταλαμβάνω, διακρίνω ἐντελῶς, τι Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, Σοφ. 253D, κτλ.
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Dep. to perceive distinctly, distinguish perfectly, τι Plat.