δουράτεος: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de bois.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]].
|btext=α, ον :<br />de bois.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]].
}}
{{elru
|elrutext='''δουράτεος:''' (ᾰ) деревянный ([[ἵππος]] Hom.; [[παγίς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουράτεος:''' -α, -ον ([[δόρυ]]), αυτός που φτιάχτηκε από σανίδες ή ξύλινα δοκάρια, μαδέρια· [[ἵππος]] δ., Δούρειος, [[ξύλινος]] [[ίππος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''δουράτεος:''' -α, -ον ([[δόρυ]]), αυτός που φτιάχτηκε από σανίδες ή ξύλινα δοκάρια, μαδέρια· [[ἵππος]] δ., Δούρειος, [[ξύλινος]] [[ίππος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δουράτεος:''' (ᾰ) деревянный ([[ἵππος]] Hom.; [[παγίς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δουράτεος]], η, ον <i>adj</i> <i>adj</i> <i>adj</i> [[δόρυ]]<br />of planks or beams of [[wood]], [[ἵππος]] δ. the [[wooden]] [[horse]], Od.
|mdlsjtxt=[[δουράτεος]], η, ον <i>adj</i> <i>adj</i> <i>adj</i> [[δόρυ]]<br />of planks or beams of [[wood]], [[ἵππος]] δ. the [[wooden]] [[horse]], Od.
}}
}}

Revision as of 12:54, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουράτεος Medium diacritics: δουράτεος Low diacritics: δουράτεος Capitals: ΔΟΥΡΑΤΕΟΣ
Transliteration A: douráteos Transliteration B: dourateos Transliteration C: dourateos Beta Code: doura/teos

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,
A wooden, of planks or of beams of wood, ἵππος δουράτεος = the wooden horse, Od.8.493,512; ὀβελοί h.Merc.121; πύργοι A.R.2.381.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): fem. -η Orph.A.374, Nonn.D.36.410, Gr.Naz.Mul.Orn.166
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 hecho de madera, de madera ἵππος del caballo de Troya Od.8.493, 512, Triph.458, Q.S.12.139, 394, ὀβελοί h.Merc.121, πύργοι A.R.2.381, cf. D.P.767, AP 9.482.24 (Agath.), σκύφος Phaedim.SHell.669, δουρατέαισι φάλαγξι con rodillos de madera Orph.A.239, κλίμαξ Orph.A.374, κεραίη Nonn.D.36.410, τοῖχος Nonn.D.40.453, χηλός Nonn.Par.Eu.Io.13.29, δάμαλις Gr.Naz.l.c., οἶκος Orac.Sib.1.279, en metáf. δ. παγίς trampa de madera del caballo de Troya AP 9.152 (Agath.), de las tablillas para escribir δουρατέων πεδίων ὕπερ sobre las llanuras de madera, AP 14.45.
2 de árbol μέλι ref. la substancia dulce de un árbol, quizá el arce, Nonn.D.26.184.
3 lleno de madera ἀπήνη Q.S.6.108.

German (Pape)

[Seite 663] hölzern; bei Homer zweimal, δ. ἵππος, das hölzerne Pferd von Troja, Od. 8, 493. 512, was δ. παγίς heißt Agath. 63 (IX, 152); πύργος Ap. Rh. 2, 1017, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de bois.
Étymologie: δόρυ.

Russian (Dvoretsky)

δουράτεος: (ᾰ) деревянный (ἵππος Hom.; παγίς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δουράτεος: -α, -ον, ἐσχηματισμένος ἐκ σανίδων ἢ δοκῶν ξυλίνων, ἵππος δ., ὁ δούρειος καλούμενος ἵππος. Ὀδ. Θ.493, 512· ὀβελοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 121· πύργος Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 1017· - ἡ Ἀττ. λέξ. εἶναι δούρειος, α, ον, Εὐρ. Τρῳ. 14, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· ἢ δούριος, Ἀριστ. Ὄρν. 1128.

English (Autenrieth)

(δόρυ): wooden; ἵππος, Od. 8.493, 512.

Greek Monolingual

δουράτεος, -α και -η, -ον (Α)
ξύλινος.

Greek Monotonic

δουράτεος: -α, -ον (δόρυ), αυτός που φτιάχτηκε από σανίδες ή ξύλινα δοκάρια, μαδέρια· ἵππος δ., Δούρειος, ξύλινος ίππος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

δουράτεος, η, ον adj adj adj δόρυ
of planks or beams of wood, ἵππος δ. the wooden horse, Od.