θυρσοχαρής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se plaît à porter un thyrse.<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[χαίρω]].
|btext=ής, ές :<br />qui se plaît à porter un thyrse.<br />'''Étymologie:''' [[θύρσος]], [[χαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυρσοχᾰρής:''' с ликованием несущий тирс(ы) ([[γόνος]], sc. Σεμέλης Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυρσοχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που βρίσκει [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] με το θυρσό, σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θυρσοχᾰρής:''' -ές ([[χαίρω]]), αυτός που βρίσκει [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] με το θυρσό, σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θυρσοχᾰρής:''' с ликованием несущий тирс(ы) ([[γόνος]], sc. Σεμέλης Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυρσο-χᾰρής, ές [[χαίρω]]<br />delighting in the [[thyrsus]], Anth.
|mdlsjtxt=θυρσο-χᾰρής, ές [[χαίρω]]<br />delighting in the [[thyrsus]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:32, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοχᾰρής Medium diacritics: θυρσοχαρής Low diacritics: θυρσοχαρής Capitals: ΘΥΡΣΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: thyrsocharḗs Transliteration B: thyrsocharēs Transliteration C: thyrsocharis Beta Code: qursoxarh/s

English (LSJ)

ές, delighting in the thyrsus, Inscr.Magn.215a.23, AP3.1 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1228] ές, sich des Thyrsus freuend, Epigr. Cyzic. 1 (III, 1).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se plaît à porter un thyrse.
Étymologie: θύρσος, χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

θυρσοχᾰρής: с ликованием несущий тирс(ы) (γόνος, sc. Σεμέλης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοχᾰρής: -ές, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ θύρσῳ, Ἀνθ. Π. 3. 1.

Greek Monolingual

θυρσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που χαίρεται με τον θύρσο, δηλ. που ευφραίνεται με τις διονυσιακές πομπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -χαρής (< χάρος, το «χαρά»), πρβλ. αιμο-χαρής, περιχαρής.

Greek Monotonic

θυρσοχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που βρίσκει ευχαρίστηση, απόλαυση με το θυρσό, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θυρσο-χᾰρής, ές χαίρω
delighting in the thyrsus, Anth.