διάλλαγμα: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet donné en échange <i>ou</i> substitué (à un autre);<br /><b>2</b> différence.<br />'''Étymologie:''' [[διαλλάσσω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet donné en échange <i>ou</i> substitué (à un autre);<br /><b>2</b> différence.<br />'''Étymologie:''' [[διαλλάσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=διάλλαγμα -ατος, τό [διαλλάττω] vervanging. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάλλαγμα:''' ατος τό подмена, подставное лицо Eur. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διάλλαγμα:''' -ατος, τό, υποκατάστατο, [[αντάλλαγμα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''διάλλαγμα:''' -ατος, τό, υποκατάστατο, [[αντάλλαγμα]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διάλλαγμα''': τό, [[ἀντάλλαγμα]], Εὐρ. Ἑλ. 586 ([[ἔνθα]] τὸ Ἥρας ὀρθῶς ὁ Paley ἀναφέρει εἰς τὴν προηγουμένην ἐρώτησιν, τίνος θεοῦ πλάσαντος;). ΙΙ. [[διαφορά]], [[παραλλαγή]], Διον. Ἁλ. 7. 64. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A substitute, changeling, E.Hel. 586. II difference, D.H.7.64. III renewal, PLips.97xxvi 13 (iv A.D.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 substitución, cambio ref. a una pers., E.Hel.586.
2 diferencia διαριθμουμένων τῶν ψήφων οὐ μέγα τὸ δ. ἐφάνη D.H.7.64.
German (Pape)
[Seite 587] τό, 1) das Vertauschte, der Tausch, Eur. Hel. 592. – 2) der Unterschied, Dion. Hal. 7, 64.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 objet donné en échange ou substitué (à un autre);
2 différence.
Étymologie: διαλλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάλλαγμα -ατος, τό [διαλλάττω] vervanging.
Russian (Dvoretsky)
διάλλαγμα: ατος τό подмена, подставное лицо Eur.
Greek Monolingual
διάλλαγμα, το (Α) διαλλάσσω
1. αντάλλαγμα
2. παραλλαγή, διαφορά.
Greek Monotonic
διάλλαγμα: -ατος, τό, υποκατάστατο, αντάλλαγμα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
διάλλαγμα: τό, ἀντάλλαγμα, Εὐρ. Ἑλ. 586 (ἔνθα τὸ Ἥρας ὀρθῶς ὁ Paley ἀναφέρει εἰς τὴν προηγουμένην ἐρώτησιν, τίνος θεοῦ πλάσαντος;). ΙΙ. διαφορά, παραλλαγή, Διον. Ἁλ. 7. 64.
Middle Liddell
διάλλαγμα, ατος, τό, n
a substitute, changeling, Eur. [from διαλάσσω]