διαλακτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<b>1</b> déchirer à coups de talon;<br /><b>2</b> faire tomber en piétinant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λακτίζω]].
|btext=<b>1</b> déchirer à coups de talon;<br /><b>2</b> faire tomber en piétinant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λακτίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαλακτίζω''': μέλλ. -ίσω, λακτίζων διασπῶ, [[ἀπολακτίζω]], καταφρονῶ, Θεοκρ. 24. 25, Πλούτ. 2. 648Β.
|elnltext=δια-λακτίζω vertrappen, wegtrappen.
}}
{{elru
|elrutext='''διαλακτίζω:''' [[разрывать на части]] (ποσὶν χλαῖναν Theocr.; λόγον [[ὥσπερ]] στέφανον Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαλακτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] με το [[πόδι]] μου, με κλωτσιές, [[περιφρονώ]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''διαλακτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] με το [[πόδι]] μου, με κλωτσιές, [[περιφρονώ]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαλακτίζω:''' [[разрывать на части]] (ποσὶν χλαῖναν Theocr.; λόγον [[ὥσπερ]] στέφανον Plut.).
|lstext='''διαλακτίζω''': μέλλ. -ίσω, λακτίζων διασπῶ, [[ἀπολακτίζω]], καταφρονῶ, Θεοκρ. 24. 25, Πλούτ. 2. 648Β.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-λακτίζω vertrappen, wegtrappen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[kick]] [[away]], [[spurn]], Theocr.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[kick]] [[away]], [[spurn]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλακτίζω Medium diacritics: διαλακτίζω Low diacritics: διαλακτίζω Capitals: ΔΙΑΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: dialaktízō Transliteration B: dialaktizō Transliteration C: dialaktizo Beta Code: dialakti/zw

English (LSJ)

kick away, spurn, Theoc.24.25, Plu.2.648b.

Spanish (DGE)

dar patadas a, rechazar a puntapiés ποσὶν διελάκτισε χλαῖναν Theoc.24.25, τὰς πύλας σου (de la muerte), Rom.Mel.14.ιαʹ.6
fig. λόγον Plu.2.648b, cf. Steph.in Gal.1.244, τοῖς διαλακτίζουσι τοὺς εὐδοκήτους, ὡς δοκιμὴν ἀργυρίου Sm.Ps.67.31.

German (Pape)

[Seite 585] in Stücke zerreißen, ποσὶν – χλαῖναν Theocr. 24, 25.

French (Bailly abrégé)

1 déchirer à coups de talon;
2 faire tomber en piétinant.
Étymologie: διά, λακτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-λακτίζω vertrappen, wegtrappen.

Russian (Dvoretsky)

διαλακτίζω: разрывать на части (ποσὶν χλαῖναν Theocr.; λόγον ὥσπερ στέφανον Plut.).

Greek Monolingual

διαλακτίζω (Α) λακτίζω
κλωτσάω, περιφρονώ.

Greek Monotonic

διαλακτίζω: μέλ. -σω, σπάζω με το πόδι μου, με κλωτσιές, περιφρονώ, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

διαλακτίζω: μέλλ. -ίσω, λακτίζων διασπῶ, ἀπολακτίζω, καταφρονῶ, Θεοκρ. 24. 25, Πλούτ. 2. 648Β.

Middle Liddell

fut. σω
to kick away, spurn, Theocr.