κέκραγμα: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />cri.<br />'''Étymologie:''' [[κέκραγα]].
|btext=ατος (τό) :<br />cri.<br />'''Étymologie:''' [[κέκραγα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κέκραγμα''': τό, [[κραυγή]], φωνὴ [[ὀξεῖα]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 637, ἐν τῷ πληθ.
|elnltext=κέκραγμα -ατος, τό [κράζω] geschreeuw.
}}
{{elru
|elrutext='''κέκραγμα:''' ατος τό крик Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κέκραγμα:''' -ατος, τό, [[κραυγή]], [[αλαλαγμός]], [[ιαχή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κέκραγμα:''' -ατος, τό, [[κραυγή]], [[αλαλαγμός]], [[ιαχή]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κέκραγμα:''' ατος τό крик Arph.
|lstext='''κέκραγμα''': τό, [[κραυγή]], φωνὴ [[ὀξεῖα]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 637, ἐν τῷ πληθ.
}}
{{elnl
|elnltext=κέκραγμα -ατος, τό [κράζω] geschreeuw.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κέκραγμα]], ατος, τό, [[κέκραγα]], perf. of κραζω]<br />a [[scream]], cry, Ar.
|mdlsjtxt=[[κέκραγμα]], ατος, τό, [[κέκραγα]], perf. of κραζω]<br />a [[scream]], cry, Ar.
}}
}}

Revision as of 20:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέκραγμα Medium diacritics: κέκραγμα Low diacritics: κέκραγμα Capitals: ΚΕΚΡΑΓΜΑ
Transliteration A: kékragma Transliteration B: kekragma Transliteration C: kekragma Beta Code: ke/kragma

English (LSJ)

ατος, τό, scream, cry, Ar.Pax637 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1413] τό, das Geschrei, Ar. Pax 637.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri.
Étymologie: κέκραγα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκραγμα -ατος, τό [κράζω] geschreeuw.

Russian (Dvoretsky)

κέκραγμα: ατος τό крик Arph.

Greek Monolingual

κέκραγμα, τὸ (Α)
κραυγή, οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέκραγα) + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

κέκραγμα: -ατος, τό, κραυγή, αλαλαγμός, ιαχή, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κέκραγμα: τό, κραυγή, φωνὴ ὀξεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 637, ἐν τῷ πληθ.

Middle Liddell

κέκραγμα, ατος, τό, κέκραγα, perf. of κραζω]
a scream, cry, Ar.