βωμολόχευμα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />trait de moquerie bouffonne.<br />'''Étymologie:''' [[βωμολοχεύομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />trait de moquerie bouffonne.<br />'''Étymologie:''' [[βωμολοχεύομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βωμολόχευμα]] -ατος, τό [[βωμολοχεύομαι]] alleen plur. lolbroekerij, fratsen.
}}
{{elru
|elrutext='''βωμολόχευμα:''' ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βωμολόχευμα:''' -ατος, τό, [[μέρος]] ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βωμολόχευμα:''' -ατος, τό, [[μέρος]] ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βωμολόχευμα:''' ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βωμολοχεύομαι]]<br />a [[piece]] of low [[flattery]], in plural [[base]] flatteries, [[ribald]] jests, Ar.
|mdlsjtxt=[from [[βωμολοχεύομαι]]<br />a [[piece]] of low [[flattery]], in plural [[base]] flatteries, [[ribald]] jests, Ar.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βωμολόχευμα]] -ατος, τό [[βωμολοχεύομαι]] alleen plur. lolbroekerij, fratsen.
}}
}}

Revision as of 10:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολόχευμα Medium diacritics: βωμολόχευμα Low diacritics: βωμολόχευμα Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΕΥΜΑ
Transliteration A: bōmolócheuma Transliteration B: bōmolocheuma Transliteration C: vomolochevma Beta Code: bwmolo/xeuma

English (LSJ)

ατος, τό, only in plural, ribald jests, Ar.Eq.902, Pax 748.

Spanish (DGE)

-ματος, τό bufonada Ar.Eq.902, Pax 748.

German (Pape)

[Seite 469] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. κολάκευμα, βωμολόχα σκώμματα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de moquerie bouffonne.
Étymologie: βωμολοχεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολόχευμα -ατος, τό βωμολοχεύομαι alleen plur. lolbroekerij, fratsen.

Russian (Dvoretsky)

βωμολόχευμα: ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολόχευμα: τό, κολακεία, μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν σκῶμμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.

Greek Monolingual

βωμολόχευμα, το (Α) βωμολοχεύομαι
(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες.

Greek Monotonic

βωμολόχευμα: -ατος, τό, μέρος ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from βωμολοχεύομαι
a piece of low flattery, in plural base flatteries, ribald jests, Ar.